Anonymous

στρωτήρ: Difference between revisions

From LSJ
6_11
(13_5)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0957.png Seite 957]] ῆρος, ὁ, 1) = [[στρώτης]]. – 2) der auf einem andern ruhende Querbalken an der Decke, Pol. 5, 89, 6; sprichwörtlich von einem Betrunkenen [[ὅταν]] μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν, Theophr.; Ar. bei Poll. 10, 173. Auch die über die Dachsparren genagelten Latten, auf welche die Dachziegel gelegt werden; verschiedene Erkl. giebt B. A. 302.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0957.png Seite 957]] ῆρος, ὁ, 1) = [[στρώτης]]. – 2) der auf einem andern ruhende Querbalken an der Decke, Pol. 5, 89, 6; sprichwörtlich von einem Betrunkenen [[ὅταν]] μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν, Theophr.; Ar. bei Poll. 10, 173. Auch die über die Dachsparren genagelten Latten, auf welche die Dachziegel gelegt werden; verschiedene Erkl. giebt B. A. 302.
}}
{{ls
|lstext='''στρωτήρ''': -ῆρος, ὁ, ([[στρώννυμι]]) δοκὸς τῆς στέγης πλαγία προσηλωμένη ἐπὶ τῆς [[μεγάλης]] ἢ κεντρικῆς δοκοῦ· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 54 ([[ἔνθα]] ὑπάρχει ἀναφορὰ εἰς τὴν ἐν τοῖς Α. Β. παροιμίαν περὶ ἀνθρώπου μεμεθυσμένου, [[ὅταν]] μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν), Θεοφρ. Ἀποσπ. 8. 12, Πολύβ. 5. 89, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2454, πρβλ. Böckh Inscr. 1. 281· [[καθόλου]], δοκὸς ἐγκαρσία, [[σταυροειδῶς]] ἐπικειμένη ἑτέρᾳ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783. 838· - πρβλ. Α. Β. 302, [[ἔνθα]] λέγεται ὅτι στρωτῆρες καλοῦνται καὶ αἱ σανίδες ἢ τὰ «πέτουρα» τὰ προσηλούμενα ἐπὶ τῶν μικροτέρων ἢ πλαγίων δοκῶν τῆς στέγης· ἀντίθετ. τῷ δοκοί, Στράβ. 773. ΙΙ. = [[στρώτης]], Γρηγ. Ναζ.
}}
}}