ἀπαιωρέομαι: Difference between revisions

6_20
(13_3)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0275.png Seite 275]] herabhangen u. schweben, Hes. Sc. 234; τοῦ φιτροῦ Arist. plant. 1, 4; – Sp. auch act., ἀπῃώρησεν ἑαυτὸν ἀπὸ πατταλοῦ, hing sich auf, Aesop. 28.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0275.png Seite 275]] herabhangen u. schweben, Hes. Sc. 234; τοῦ φιτροῦ Arist. plant. 1, 4; – Sp. auch act., ἀπῃώρησεν ἑαυτὸν ἀπὸ πατταλοῦ, hing sich auf, Aesop. 28.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπαιωρέομαι''': παθ. κρέμαμαι πρὸς τὰ [[κάτω]] ἀπό τινος μέρους, δράκοντε δοιὼ ἀπῃωρεῦντο, ἀπεκρέμαντο, Ἡσ. Ἀποσπ. 234· [[ἔνθεν]] ἀπαιωρέεται ἡ [[χείρ]], κρέμαται [[ἄνευ]] ὑποστηρίγματος καθ’ ἑκατέραν ἄκραν, ἐπὶ χειρὸς παθούσης [[κάταγμα]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 756, πρβλ. π. Ἄρθρ. 829· ἀπ. τινος ἤ τινι κρέμαμαι ἀπό τινος, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 1., 1. 6, 8. ΙΙΙ. μεταγεν. ὡς ἐνεργ. ἀπαιωρέω, ἀφίνω τι νὰ κρέμαται πρὸς τὰ [[κάτω]], πλοκάμους ἄκρας τῆς κεφαλῆς [[ἄχρι]] στέρνων αὐτῶν ἀπαιωρῶν Ἀλκίφρων 3. 55· κρυμῶ, Κλήμ., Ἀλ. 262.
}}
}}