πελεκῖνος: Difference between revisions

6_15
(13_5)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0550.png Seite 550]] ὁ, 1) ein Wasservogel von der Art des Pelikans, neben [[πελεκᾶς]] genannt, Ar. Av. 883. – 2) ein Unkraut, das in den Linsen wächst, securidaca, Theophr. u. Diosc. – 3) in der Baukunst eine eigene Art Holzverband, Schwalbenschwanz jetzt genannt, securicula, Vitruv. 4, 7, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0550.png Seite 550]] ὁ, 1) ein Wasservogel von der Art des Pelikans, neben [[πελεκᾶς]] genannt, Ar. Av. 883. – 2) ein Unkraut, das in den Linsen wächst, securidaca, Theophr. u. Diosc. – 3) in der Baukunst eine eigene Art Holzverband, Schwalbenschwanz jetzt genannt, securicula, Vitruv. 4, 7, 4.
}}
{{ls
|lstext='''πελεκῖνος''': ὁ, παρυδάτιόν τι πτηνὸν ἐκ τοῦ εἴδους τῶν πελεκάνων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 884, Ὄππ. Ἰξ. 2. 6˙ πρβλ. [[πελεκάν]]. ΙΙ. εἶδός τι φυτοῦ ἔχον [[σπέρμα]] ὅμοιον πελέκει, Λατ. securidaca, Ἱππ. 665. 48, «ἐν δὲ ταῖς ἀφάκαις (φιλεῖ γίνεσθαι) ὁ [[πελεκῖνος]] ὅμοιον τῇ ὄψει τῷ πελέκει» Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 3. [[Κατὰ]] Διοσκ. 3, 146 «[[ἡδύσαρον]], τὸ ὑπὸ τῶν μυρεψῶν καλούμενον [[πελεκῖνος]], [[θάμνος]] ἐστὶ φυλλάρια ἔχων ἐρεμβίνθῳ ὅμοια, λοβοὺς δὲ κερατίοις ἐοικότας, ἐν οἷς τὸ [[σπέρμα]] πυρρόν, ὅμοιον πελέκει ἀμφιστόμῳ, [[ὅθεν]] καὶ ὠνόμασται». ΙΙΙ. ἐν τῇ ξυλουργικῇ τέχνῃ, [[συναρμογή]] τις τῶν ξύλων «χελιδονουρά», Λατ. securicula, Βιτρούβ. 9. 9, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 251˙ ἐπίθ. πελεκῑνωτός, ή, όν, [[αὐτόθι]].
}}
}}