διατρέχω: Difference between revisions

6_13b
(13_6b)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0607.png Seite 607]] (s. [[τρέχω]]), 1) <b class="b2">durchlaufen</b>; von Schiffen, αἱ δὲ μάλ' ὦκα ἰχθυόεντα κέλευθα διέδραμον Odyss. 3, 177; Hermes fragt Odyss. 5, 100 [[τίς]] δ' ἂν ἑκὼν τοσσόνδε διαδράμοι ἁλμυρὸν [[ὕδωρ]] ἄσπετον; – τὸ [[στρατόπεδον]] διαδραμών Thuc. 2, 25; übertr., τὸν λόγον Plat. Phaedr. 237 a; ἅπαντα τὸν βίον Legg. VII, 802 a; τὰ ἡδέα, alle Genüsse durchlaufen, Xen. Mem. 2, 1, 31; πληγὴ διαδραμοῦσα [[μέχρι]], ein Hieb, der durchdringt, Plut. Pyrrh. 24. – 2) <b class="b2">hin u. her laufen</b>; ἀτρεμίζων καὶ μὴ δ. Antiph. III β 5; ἀστέρες Ar. Pax 838; ἔνδοθέν τις ἐν τῷ σώματι διέδραμε [[γαργαλισμός]] Hegesipp. Ath. VII, 290 (v. 16); ἡ [[φήμη]] διέδραμε, verbreitete sich, Hdn. 3, 2, 13. u. öfter; wie [[νεωτερισμός]] Plut. Alex. 68; θροῦς διέδραμε τῆς ἐκκλησίας Pyrrh. 13. – Aor. διέθρεξα Call. Lav. Pall. 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0607.png Seite 607]] (s. [[τρέχω]]), 1) <b class="b2">durchlaufen</b>; von Schiffen, αἱ δὲ μάλ' ὦκα ἰχθυόεντα κέλευθα διέδραμον Odyss. 3, 177; Hermes fragt Odyss. 5, 100 [[τίς]] δ' ἂν ἑκὼν τοσσόνδε διαδράμοι ἁλμυρὸν [[ὕδωρ]] ἄσπετον; – τὸ [[στρατόπεδον]] διαδραμών Thuc. 2, 25; übertr., τὸν λόγον Plat. Phaedr. 237 a; ἅπαντα τὸν βίον Legg. VII, 802 a; τὰ ἡδέα, alle Genüsse durchlaufen, Xen. Mem. 2, 1, 31; πληγὴ διαδραμοῦσα [[μέχρι]], ein Hieb, der durchdringt, Plut. Pyrrh. 24. – 2) <b class="b2">hin u. her laufen</b>; ἀτρεμίζων καὶ μὴ δ. Antiph. III β 5; ἀστέρες Ar. Pax 838; ἔνδοθέν τις ἐν τῷ σώματι διέδραμε [[γαργαλισμός]] Hegesipp. Ath. VII, 290 (v. 16); ἡ [[φήμη]] διέδραμε, verbreitete sich, Hdn. 3, 2, 13. u. öfter; wie [[νεωτερισμός]] Plut. Alex. 68; θροῦς διέδραμε τῆς ἐκκλησίας Pyrrh. 13. – Aor. διέθρεξα Call. Lav. Pall. 23.
}}
{{ls
|lstext='''διατρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι, ἀόρ. -έδρᾰμον, [[ὡσαύτως]] -έθρεξα, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 23· πρκμ. -δεδράμηκα. Τρέχω διὰμέσου ἢ [[ἀπέναντι]], εἰς τὸ ἕτερον [[μέρος]], ἰχθυόεντα κέλευθα [[διέδραμον]] Ὀδ. γ.177 τὶς δ’ἄν ἑκὼν… διαδράμοι ἁλμυρὸν [[ὕδωρ]]; ε.100· μὴ διατρέχων Ἀντιφῶν, 121.36. 2) μεταφ., [[διέρχομαι]] δρομαίως, τὸν βίον λάτ. Νόμ. 802Α· τὰ ἡδέα Ξεν. Ἀπομν. 2.1,31· δ. τὸν λόγον, [[διεξέρχομαι]] [[τροχάδην]], Πλάτ. Φαίδρ. 237Α.<br />ΙΙ. ἀπολ., [[περιτρέχω]], [[τρέχω]] κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Λατ. discurrere, Ἀριστοφ. Εἰρ. 536· διατρέχοντες ἀστέρες [[αὐτόθι]] 828· νεφέλαι [[διέδραμον]] Θεόκρ. 22.20· - μεταφ., [[τρέχω]] διὰ μέσου, ἐξαπλούμαι, ἐν τῷ σώματι διέδραμε [[γαργαλισμός]] Ἡγήσιππ. Ἀδελφ. 1.16· δ. νεωτερισμὸς Πλούτ. Ἀλεξ. 68· θροῦς δ. τῆς ἐκκλησίας Πλούτ. Πύρρ. 13. 2) ἀπὶ χρόνου, [[παρέρχομαι]] δρομαίως Ἡρωδιαν. 2.6, κτλ. 3) δ. εἰς…, καταντῶ ἀκριβῶς εἰς…, Ἱππ. 553.21· δ. [[μέχρι]], εἰσδύομαι εἰς…, Πλούτ. Πύρρ. 24.
}}
}}