ἀλοκίζω: Difference between revisions

6_1
(c2)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0109.png Seite 109]] eine Furche ziehen, furchen, Ar. Vesp. 850; übertr., ritzen, verwunden, Lycophr. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0109.png Seite 109]] eine Furche ziehen, furchen, Ar. Vesp. 850; übertr., ritzen, verwunden, Lycophr. öfter.
}}
{{ls
|lstext='''ἀλοκίζω''': ([[ἄλοξ]]) ἀρότρῳ [[τέμνω]], ἀνοίγω αὔλακα ἢ δίοδον, [[χαράσσω]], σημαίνει καὶ τὸ [[γράφω]] ἢ ἰχνογραφῶ ἐπὶ πινακιδίων κεχρισμένων διὰ κηροῦ (πρβλ. τὸ Λατ. ex-arare), Ἀριστοφ. Σφ. 850: - Παθ. μετοχ. πρκμ. ἠλοκισμένος, ηὐλακισμένος ἢ μεταφ. τετραυματισμένος, Λυκόφρ. 119, 381, κτλ.· πρβλ. [[καταλοκίζω]].
}}
}}