ἐντρίβω: Difference between revisions

6_12
(13_6b)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0858.png Seite 858]] einreiben, von Salben u. Schminken, οἳ ὑποχρίουσί τε καὶ ἐντρίβουσιν αὐτούς Xen. Cyr. 8, 8, 20; ἐντετριμμένη πολλῷ ψιμυθίῳ Oec. 10, 2; absolut, geschminkt, Ar. Lys. 139 Eccl. 732 u. A. Auch ἐντετριμμένη [[χρῶμα]], Luc. D. D. 20, 10; φύκιον καὶ [[ψιμύθιον]] τῷ προσώπῳ conscr. hist. 8; im med., ἐντρίβεσθαι τὸ [[πρόσωπον]], sich schminken, Ath. XII, 523 a. Uebertr., κονδύλους ἐντρί. βειν τινί, einen Backenstreich geben, Luc. Prom. 10; Plut. Alc. 8; med., κακόν τινι ἐντρίβεσθαι, Schaden zufügen, Luc. D. D. 20, 2, wie [[πληγάς]] τινι D. Hal. 7, 45 u. öfter. – Darin zerreiben, Nic. Th. 527 u. öfter. Bei Ar. Ran. 1070 in obscönem Sinne, τὰς πυγάς, Knaben schänden.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0858.png Seite 858]] einreiben, von Salben u. Schminken, οἳ ὑποχρίουσί τε καὶ ἐντρίβουσιν αὐτούς Xen. Cyr. 8, 8, 20; ἐντετριμμένη πολλῷ ψιμυθίῳ Oec. 10, 2; absolut, geschminkt, Ar. Lys. 139 Eccl. 732 u. A. Auch ἐντετριμμένη [[χρῶμα]], Luc. D. D. 20, 10; φύκιον καὶ [[ψιμύθιον]] τῷ προσώπῳ conscr. hist. 8; im med., ἐντρίβεσθαι τὸ [[πρόσωπον]], sich schminken, Ath. XII, 523 a. Uebertr., κονδύλους ἐντρί. βειν τινί, einen Backenstreich geben, Luc. Prom. 10; Plut. Alc. 8; med., κακόν τινι ἐντρίβεσθαι, Schaden zufügen, Luc. D. D. 20, 2, wie [[πληγάς]] τινι D. Hal. 7, 45 u. öfter. – Darin zerreiben, Nic. Th. 527 u. öfter. Bei Ar. Ran. 1070 in obscönem Sinne, τὰς πυγάς, Knaben schänden.
}}
{{ls
|lstext='''ἐντρίβω''': ῑ: μέλλ. -ψω, [[τρίβω]] ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, ἰδίως ἐπὶ κοσμηματικῶν ἀλοιφῶν, [[ψιμύθιον]] τῷ προσώπῳ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 8· σὺν δὲ καὶ ὀστρίτην οἴνῳ λίθον ἐντρίψαντας ἀρκήτῳ, τρίψαντας ἐντὸς ἀκράτου οἴνου ὀστρίτην λίθον, Ὀρφ. Λιθ. 339. 2) μεταφ., [[ἐντρίβω]] κόνδυλόν τινι, «δίδω γροθιὰν» εἴς τινα, Πλούτ. Ἀλκ. 8, Λουκ. Προμ. 10· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐντρίβομαί τινι [[πληγάς]], βάλλω καὶ ξυλίζουν τινά, καὶ τοῖς ὑπηρέταις τοῖς ἡμετέροις... πληγὰς ἐντρίβεται Διον. Ἁλ. 7. 45· [[μηδὲ]] κακὸν ἐντρίψητε τῷ νεανίσκῳ, [[μηδὲ]] νὰ κάμετε κανὲν κακὸν εἰς τὸν νεανίσκον, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 2. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., [[τρίβω]] τινὰ διὰ κοσμητικοῦ ἐλαίου, τοὺς κοσμητάς, οἳ ὑποχρίουσί τε καὶ ἐντρίβουσιν αὐτοὺς (δηλ. τοὺς δυνάστας), Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20. - Μέσ., ἐντρ. τὰ πρόσωπα Ἀθήν. 523Α. - Παθ., εἰ γὰρ καθῄμεθ’ [[ἔνδον]] ἐντετριμμέναι, ἐψιμυθιωμέναι, Ἀριστοφ. Λυσ. 149· [[ὅπως]] ἂν ἐντετριμμένη κανηφορῇς, «πασπαλισμένη», Ἐκκλ. 732· καὶ ἐντρίβεσθαι ὡςς εὐχροώτεροι ὁρῷντο ἢ πεφύκασιν, καὶ νὰ ψιμυθιῶνται διὰ νὰ φαίνωνται κτλ., Ξεν. Κύρ. 8. 1, 41· ἐντετριμμένη ψιμυθίῳ ὁ αὐτὸς Οἰκ. 10, 2· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐντετρ. [[χρῶμα]] Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 10· μεταφ., παιδέρωτ’ ἐντρ. Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 18. ΙΙΙ. [[κατατρίβω]], διὰ τῆς τριβῆς [[φθείρω]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1070.
}}
}}