3,274,522
edits
(13_7_2) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0627.png Seite 627]] εῖα (ion. πλατέα, Her. 2, 156), ύ, <b class="b2">platt, breit</b>; Ἑλλήσπ οντος, Il. 7, 86. 17, 432, in seiner südlichen Erweiterung am Vorgebirge Sigeion, im Gegensatz zu seiner Verengung bei Abydus (vgl. Aesch. Ἕλλας τ' ἀμφὶ πόρον πλατύν, Pers. 854); ἀπ ὸ πλατέος πτυόφιν, 13, 588; αἰπόλια, weit verbreitet, 2, 474 Od. 14, 101; Hes. Th. 445; πλατεῖαι πρόσοδοι, Pind. N. 6, 47; übh. groß, stark, οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς οὐδ' εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι, Soph. Ai. 1229; [[πεδιάς]], Eur. Rhes. 283; [[κατάγελως]], Lachen mit weit aufgerissenem Munde, Ar. Ach. 1091; vgl. Lob. Phryn. 472; auch πλατὺ γελᾶν, πλατὺ καταχρέμψασθαι, Ar. Pax 783 (vgl. Luc. catapl. 12 de merc. cond. 40); ταῖς πλατείαις τύπτεσθαι, sc. χερσί, Ran. 1094, vgl. tr. 105; [[ὅρκος]], breiter, fester Eid, Empedocl. 153; πότερον ἡ γῆ πλατεῖά ἐστιν ἢ στρογγύλη, Plat. Phaed. 97 d; πλατύτερος, ib. 111 d; πλατύτατος, Rep. X, 616 e; Ggstz [[στενός]], Xen. Cyr. 1, 6, 19. – Bes. ἡ [[πλατεῖα]], sc. [[ὁδός]], die Straße, S. Emp. pyrrh. 1, 188. – Ausführlich (s. [[πλάτος]]), πλατύτερον διαλεξόμεθα, Ggstz ἐν συντόμῳ, S. Emp. pyrrh. 2, 219. – Weil man unter πλατὺ [[ὕδωρ]] übh. das Meer verstand, bekam das Wort auch die Bdtg des Salzigen, Her. 2, 108; vgl. Arist. Meteor. 2, 3; deshalb erklärten schon einige alte Ausleger auch πλ. [[Ἑλλήσποντος]] bei Hom. so, vgl. Ath. II, 41 b. – Einen unregelmäßigen superl. πλατύστατος hat Tim. bei D. L. 3, 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0627.png Seite 627]] εῖα (ion. πλατέα, Her. 2, 156), ύ, <b class="b2">platt, breit</b>; Ἑλλήσπ οντος, Il. 7, 86. 17, 432, in seiner südlichen Erweiterung am Vorgebirge Sigeion, im Gegensatz zu seiner Verengung bei Abydus (vgl. Aesch. Ἕλλας τ' ἀμφὶ πόρον πλατύν, Pers. 854); ἀπ ὸ πλατέος πτυόφιν, 13, 588; αἰπόλια, weit verbreitet, 2, 474 Od. 14, 101; Hes. Th. 445; πλατεῖαι πρόσοδοι, Pind. N. 6, 47; übh. groß, stark, οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς οὐδ' εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι, Soph. Ai. 1229; [[πεδιάς]], Eur. Rhes. 283; [[κατάγελως]], Lachen mit weit aufgerissenem Munde, Ar. Ach. 1091; vgl. Lob. Phryn. 472; auch πλατὺ γελᾶν, πλατὺ καταχρέμψασθαι, Ar. Pax 783 (vgl. Luc. catapl. 12 de merc. cond. 40); ταῖς πλατείαις τύπτεσθαι, sc. χερσί, Ran. 1094, vgl. tr. 105; [[ὅρκος]], breiter, fester Eid, Empedocl. 153; πότερον ἡ γῆ πλατεῖά ἐστιν ἢ στρογγύλη, Plat. Phaed. 97 d; πλατύτερος, ib. 111 d; πλατύτατος, Rep. X, 616 e; Ggstz [[στενός]], Xen. Cyr. 1, 6, 19. – Bes. ἡ [[πλατεῖα]], sc. [[ὁδός]], die Straße, S. Emp. pyrrh. 1, 188. – Ausführlich (s. [[πλάτος]]), πλατύτερον διαλεξόμεθα, Ggstz ἐν συντόμῳ, S. Emp. pyrrh. 2, 219. – Weil man unter πλατὺ [[ὕδωρ]] übh. das Meer verstand, bekam das Wort auch die Bdtg des Salzigen, Her. 2, 108; vgl. Arist. Meteor. 2, 3; deshalb erklärten schon einige alte Ausleger auch πλ. [[Ἑλλήσποντος]] bei Hom. so, vgl. Ath. II, 41 b. – Einen unregelmäßigen superl. πλατύστατος hat Tim. bei D. L. 3, 7. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πλᾰτύς''': -εῖα, ύ, Ἰων. θηλ. πλατέα Ἡρόδ. 2. 156· (ἴδε ἐν τέλ.) Ὡς καὶ νῦν, τελαμὼν Ἰλ. Ε. 796· [[πτύον]] Ν. 588· αἰπόλια πλατέ’ αἰγῶν, εὐρέα ποίμνια δηλ. διεσπαρμένα εἰς μεγάλην ἔκτασιν, κατέχοντα πολὺ [[διάστημα]], Β. 474, Ὀδ. Ξ. 101, Ἡσ. Θεογ. 445· π. πρόσοδοι Πινδ. Ν. 6. 75· ὁδοὶ (ἴδε κατωτ. 5)· [[τάφρος]] πλατυτάτη καὶ βαθυτάτη [[αὐτόθι]] 7. 5, 9. 2) [[ἐπίπεδος]], [[ἀναπεπταμένος]], [[χῶρος]] πλ. καὶ πολλὸς Ἡρόδ. 4. 39· πλατυτάτης... γῆς οὔσης Θετταλίας Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4· πότερον ἡ γῆ πλατεῖά ἐστιν ἢ στρογγύλη Πλάτ. Φαίδων 97D· κάρυα τὰ πλατέα, δηλ. τὰ [[κάστανα]], Ξεν. Ἀν. 5. 4, 28· ἐπὶ ἰχθύων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 8, π. Ζ. Μορ. 4. 13, 7· ποτήρια πλατέα, τοίχους οὐκ ἔχοντ’ Φερεκράτης ἐν «Τυραννίδι» 1. 3) ἐπὶ ἀνθρώπου, [[μεγαλόσωμος]], οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς, οὐδ’ εὐρύνωτοι Σοφ. Αἴ. 1250. 4) μεταφορ., πλ. [[ὅρκος]], [[ἰσχυρός]], [[μέγας]] [[ὅρκος]], Ἐμπεδ. 179· ― πλατὺς [[κατάγελως]], ὁλοφάνερος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1126· [[ἀλλά]], πλατὺ γελᾶν ἢ καταγελᾶν, γελᾶν μεγαλοφώνως καὶ ἀγροίκως, Φιλόστρ. 319, 513· οὕτω, πλατὺ καταχρέμψασθαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 815· πλ. χρέμψασθαι Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 12· πλ. φωνὴ [[Πολυδ]]. Β΄, 116. 5) [[πλατεῖα]] (ἐξυπ. ὁδός, [[ὅπερ]] καὶ ὑπάρχει ἐν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43), ἡ, ὁδός, [[δρόμος]], Λατ. platea, Φιλήμων ἐν «Πανηγύρει» 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 3705, κ. ἀλλ. β) (δηλ. [[χείρ]]), τὸ πλατὺ [[μέρος]] τῆς χειρός, ἡ [[παλάμη]], ταῖς πλατείαις τυπτόμενος Ἀριστοφ. Βάτρ. 1096. ΙΙ. [[ἁλμυρός]], στρυφνὸς τὴν γεῦσιν, πλατυτέροισι ἐχρέοντο τοῖς πόμασι Ἡρόδ. 2. 108· πλατέα ἢ πλατύτερα ὕδατα Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 24, 26, κτλ.· πιθανῶς [[ἐπειδὴ]] ἀρχικῶς, πλατὺ [[ὕδωρ]], ἦτο ἐν γενικῇ χρήσει ὡς ἐπίθ. τῆς θαλάσσης· ἀλλὰ πλατὺς [[Ἑλλήσποντος]], Ἰλ. Η. 86, Ρ. 432, δὲν σημαίνει ὁ [[ἁλμυρός]], ἀλλ’ ὁ πλατὺς Ἑλλήσπ. (θεωρούμενος δηλ. ὡς [[ποταμός]]), πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 875, ― ἂν καὶ ὁ Ἀθήν. 42B ἄλλως ἐνόμιζε. ΙΙΙ. Συγκρ. καὶ ὑπερθ. πλατύτερος, -ύτατος, ἴδε ἀνωτ.· [[ὡσαύτως]] πλατύστατος, Τίμ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 7. IV. ἐπίρρ. -έως, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 19· συγκρ. -ύτερον, Ἡρόδ. 2. 15· -έρως Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 177, 513, κτλ. ― Ὑπερθ. πλατυτάτως, ὁ αὐτ. ἐν Ἱστ. 12, 891. (Ἐκ τῆς √ΠΛΑΤ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις πλάτη, πλάτος, πλάτανος· πρβλ. καὶ πλάθανος, -νη· Σανσκρ. prath, prath-ê (extendor), pr.ith-us (latus), prath-as (latitudo)· Λιθ. plat-us (latus)· δύσκολον [[εἶναι]] νὰ μὴ ἀκολουθήσῃ τις τὸν Pott ἐν τῷ σχετίζειν τὴν ῥίζαν ταύτην πρὸς τὸ Ἀρχ. Γερμ. flah (flach), Ἀρχ. Σκανδ. flatr (flat) ἴδε ἐν λ. [[πλάξ]]· καὶ τὸ Γερμ. platt, Ἀρχ. Ἀγγλ. plat, [[ὅθεν]] τὸ plate καὶ platter, καί περ ὑπάρχοντος p ἀντὶ f φαίνεται τὴν αὐτὴν ἔχοντα [[ἀρχήν]].) | |||
}} | }} |