συμμετρέω: Difference between revisions

6_14
(13_6b)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0982.png Seite 982]] wonach abmessen, Etwas womit in ein gutes Verhältniß od. Ebenmaaß bringen, passend od. geschickt wozu machen, τί τινι, Sp. – Gew. im med., ὥραν συμμετρήσασθαι, sich die Tageszeit berechnen, Her. 4, 158, wie ξυνεμετρήσαντο (sc. τὸ [[τεῖχος]]) ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων, Thuc. 3, 20; [[οὔτε]] πρὸς ἄλληλα συμμετροῦνται, Plat. Tim. 39 c; Sp., wie Pol., συμμετρεῖσθαι πρὸς λόγον τὰ διανύσματα, 9, 15, 3; τὸν δρόμον, Philostr.; ἡ [[φύσις]] συνεμετρήσατο τὰς αἰσθήσεις πρὸς τὰ αἰσθητά, S. Emp. pyrrh. 1, 98; pass., Soph. O. R. 73, [[καί]] μ' [[ἦμαρ]] [[ἤδη]] ξυμμετρούμενον χρόνῳ λυπεῖ, τί πράσσει, d. i. wenn ich den Tag berechne; 963 καὶ τῷ μακρῷ γε συμμετρούμενος χρόνῳ ἔφθιτο, er starb der langen Lebensdauer entsprechend, vor Alter, als Greis; οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ [[βίος]] ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη, Thuc. 2, 44.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0982.png Seite 982]] wonach abmessen, Etwas womit in ein gutes Verhältniß od. Ebenmaaß bringen, passend od. geschickt wozu machen, τί τινι, Sp. – Gew. im med., ὥραν συμμετρήσασθαι, sich die Tageszeit berechnen, Her. 4, 158, wie ξυνεμετρήσαντο (sc. τὸ [[τεῖχος]]) ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων, Thuc. 3, 20; [[οὔτε]] πρὸς ἄλληλα συμμετροῦνται, Plat. Tim. 39 c; Sp., wie Pol., συμμετρεῖσθαι πρὸς λόγον τὰ διανύσματα, 9, 15, 3; τὸν δρόμον, Philostr.; ἡ [[φύσις]] συνεμετρήσατο τὰς αἰσθήσεις πρὸς τὰ αἰσθητά, S. Emp. pyrrh. 1, 98; pass., Soph. O. R. 73, [[καί]] μ' [[ἦμαρ]] [[ἤδη]] ξυμμετρούμενον χρόνῳ λυπεῖ, τί πράσσει, d. i. wenn ich den Tag berechne; 963 καὶ τῷ μακρῷ γε συμμετρούμενος χρόνῳ ἔφθιτο, er starb der langen Lebensdauer entsprechend, vor Alter, als Greis; οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ [[βίος]] ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη, Thuc. 2, 44.
}}
{{ls
|lstext='''συμμετρέω''': μετρῶ ἀπὸ κοινοῦ, ἢ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 11., 5775. 10. ΙΙ. μετρῶ ἐν συγκρίσει ἢ παραβολῇ [[πρός]] τι. ― Παθητ., μετροῦμαι ἐν συγκρίσει καὶ παραβολῇ, Ἀριστ. Μηχαν. 20· ἧμαρ συμμετρούμενον χρόνῳ, ἡ [[ἡμέρα]] αὕτη ὑπολογιζομένη πρὸς τὸν χρόνον τῆς ἀπουσίας [[αὐτοῦ]], Σοφ. Ο. Τ. 73· ἔφθιτο... μακρῷ συμμετρούμενος χρόνῳ, ἀπέθανε μετρούμενος πρὸς μακρὸν χρόνον (δηλ. ἀφ’ οὗ ἔζησεν ἐπὶ μακρὸν χρόνον), [[αὐτόθι]] 963· ἀπολ., οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ [[βίος]] καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη, ὧν ὁ [[βίος]] ὑπῆρξε [[σύμμετρος]] [[πρός]]..., Θουκ. 2. 44· πρὸς εὐωρίαν δὲ αἱ τοιαῦται τροφαὶ συμμετροῦνται, ὑπολογίζονται, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 3· σ. πρὸς ἀνδρὸς [[πνεῦμα]] Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43· οὕτω, σ. τινι Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 27· εἴς τι Φιλόστρ. 804. ΙΙΙ. Μέσ., μετρῶ πρὸς ἐμαυτόν, συμμετρήσασθαι τὴν ὥραν τῆς ἡμέρης, [[εἰκάζω]], [[συμπεραίνω]], ὑπολογίζω τὴν ἀκριβῆ ὥραν τῆς ἡμέρας, Ἡρόδ. 4. 158· ξυνεμετρήσαντο [τὸ [[τεῖχος]]] ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων, ὑπελόγισαν τὸ [[ὕψος]] μετρήσαντες τὰς σειρὰς τῶν πλίνθων, Θουκ. 3. 20· σ. πρὸς ἄλληλα Πλάτ. Τίμ. 39C· σ. τὴν δαπάνην, τὰς ἐφόδους Διον. Ἁλ. 4. 19., 7. 10· τὰ διανύσματα Πολύβ. 9. 15, 3. IV. [[περιορίζω]], [[μετριάζω]], φιλοχρηματίαν συμμετρῆσαι [[Πολυδ]]. Δ΄, 39. ― Παθητ., συμμεμετρημένον, περιωρισμένον κατὰ τὸ [[μέγεθος]], σύμμετρον, ὁ αὐτ. Γ΄, 88, πρβλ. Θ΄, 24.
}}
}}