3,277,637
edits
(13_4) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1349.png Seite 1349]] τό, wie [[χεράς]], Geröll von Sand u. Steinen, Kies, dergleichen die Flüsse anschwemmen, Il. 21, 319, wo aber schon alte Gramm. es für den gen. von [[χεράς]] nahmen, es χεράδος betonten u. mit [[ἅλις]] verbanden. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1349.png Seite 1349]] τό, wie [[χεράς]], Geröll von Sand u. Steinen, Kies, dergleichen die Flüsse anschwemmen, Il. 21, 319, wo aber schon alte Gramm. es für den gen. von [[χεράς]] nahmen, es χεράδος betonten u. mit [[ἅλις]] verbanden. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χέρᾰδος''': τό, ἰλύς, [[ἄμμος]] [[μετὰ]] λίθων, λιθάρια καὶ [[συρφετός]], τὰ ὁποῖα καταβιβάζουσιν οἱ χείμαρροι, [[ἅλις]] [[χέραδος]] περιχεύας, «τῆς ὑπὸ τῶν ποταμῶν ἀθροιζομένης ψάμμου καὶ ξύλων συγκομιδῆς» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 319· πρβλ. [[χερμάδιον]]. - Μεταγεν. γραμμ. ἔγραψαν χεράδος, ὡς γεν. τοῦ χεράς, ἡ· - ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ [[ἅλις]], ἀπολ., χωρὶς νὰ συντάσσῃ αὐτὸ [[μετὰ]] γεν.· οἱ ἄριστοι τῶν παλαιῶν κριτικῶν [[ὁμοθύμως]] δέχονται [[χέραδος]], ἴδε τὰ ἀρχαῖα σχόλια ἐν τόπῳ, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμηρικ., Ἐτυμολ. Μέγ.· καὶ ὁ Γαλην. ἐν Λεξ. Ἱππ. μνημονεύει ὡς γενικὴν χεράδεως. Οὕτως ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1123, τὰ Ἀντίγραφα καὶ Σχόλια ἔχουσι [[χέραδος]]· ἐν Πινδ. Π. 6. 13, ὁ Böckh διορθοῖ χεράδει (ἀντὶ χεράδι) ἐκ τοῦ Μεγ. Ἐτυμ. 808, 44· καὶ ἐν Σαπφ. 114, ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]] μὴ κίνη [[χέραδος]] (ἀντὶ μὴ κενή). Διὸ ὁ [[τύπος]] χερὰς πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὡς [[πλάσμα]] τῶν Γραμματικῶν, ἴδε Δινδ. εἰς Θησ. Στεφ. (Πιθανῶς συγγενὲς ταῖς λ. [[χερμάδιον]], [[χερμάς]], καὶ τῇ ῥίζῃ χέρρος, [[ξηρός]], [[μετὰ]] τῆς ῥιζικῆς σημασίας τοῦ [[τραχύς]], [[σκληρός]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[χέραδος]]· ἡ μετ’ ὀστράκων καὶ λίθων ὕλη», καὶ «χεράδες· αἱ τῶν χειμάρων ποταμῶν λιθώδεις ἀθροίσεις». | |||
}} | }} |