ἀκροπόρος: Difference between revisions

6_17
(13_3)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0084.png Seite 84]] mit der Spitze durchbohrend, Hom. einmal, Od. 3, 463 ἀκροπόρους όβελούς; – Nonn. D. 2, 2 σῦριγξ ἀκρόπορος, die oben durchbohrte; ἴχνεα ακρ. 46, 136, hochwandelnde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0084.png Seite 84]] mit der Spitze durchbohrend, Hom. einmal, Od. 3, 463 ἀκροπόρους όβελούς; – Nonn. D. 2, 2 σῦριγξ ἀκρόπορος, die oben durchbohrte; ἴχνεα ακρ. 46, 136, hochwandelnde.
}}
{{ls
|lstext='''ἀκροπόρος''': -ον, ὁ διὰ μέσου διερχόμενος, διὰ τῆς αἰχμῆς διατρυπῶν, ὀβελοί, Ὀδ. Γ. 463. 2) προπαροξ., ἀκρόπορος, ον, παθ. μὲ πόρον, [[ἄνοιγμα]] κατὰ τὸ [[ἄκρον]], σῦριγξ, Νόνν. Δ. 22. ΙΙ. (πορεύομαι) ὁ εἰς [[ὕψος]] ἀνερχόμενος, ὑψηλὰ περιπατῶν, [[αὐτόθι]] 46, 136.
}}
}}