φαινόλης: Difference between revisions

6_19
(c1)
 
(6_19)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1250.png Seite 1250]] ὁ, dickes Oberkleid, Mantel, das lat. paenula, Poll. 7, 61, VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1250.png Seite 1250]] ὁ, dickes Oberkleid, Mantel, das lat. paenula, Poll. 7, 61, VLL.
}}
{{ls
|lstext='''φαινόλης''': -ου, ὁ, ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ Λατιν. paenula (Tertull. de Orat. 12), βαρὺ [[ἐπανωφόριον]], Ρίνθων παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 61, Ἀθήν. 97Ε. Ἀρτεμιδ. Ὀνειροκρ. 2. 3, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. δ΄, 13 ([[ἔνθα]] ἡ [[μνεία]] βιβλίων καὶ μεμβρανῶν ἤγαγόν τινας εἰς τὴν ἡμαρτημένην ἑρμηνείαν διὰ τοῦ γλωσσόκομον, ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ., Ζωναρ., κλπ.)· ― [[συχνάκις]] φέρεται κατὰ μετάθεσιν τοῦ ν καὶ λ φαιλόνης ἢ [[φελόνης]], ἴδε Δινδ. ἐν Θησ. Στεφάνου· οὕτω καὶ τὸ ὑποκορ. φαινόλιον, τό, παρὰ Βυζ. καὶ Ἐκκλ. φέρεται φαιλόνιον καὶ φελόνιον, [[ὅπερ]] φοροῦσιν οἱ ἱερεῖς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν ταῖς ἱερουργίαις, Ψευδοχρυσ. ΧΙΙ, 777C, Σωφρ. 3988, Κωνστ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 374, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 233.
}}
}}