ἀποκαθίστημι: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 18: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκαθίστημι''': μέλλ. -καταστήσω: πρκμ. -καθέστακα, Πολύβ. 21. 9, 9. Ἀποκαθιστῶ, δίδω τι εἰς ὃν ἀνήκει, ἤν που ἴδῃ ἵππον [[ὄντα]], λαβὼν καὶ χρησάμενος [[καλῶς]] ἀποκαθίστησιν Ξεν. Λακ. 6. 3· [[ἐπαναφέρω]] τι εἰς τὴν προτέραν [[αὐτοῦ]] κατάστασιν, καὶ ἀποκατέστασε τὰν πάτριον πολιτείαν Ψήφισμ. Βυζαντίων παρὰ Δημ. 256. 3· πολίτας Πλουτ. Ἀλέξ. 7· ἀπ. τινί τι, [[ἐπιστρέφω]] τι εἴς τινα, ἀποδίδω, Πολύβ. 3. 98, 7, κτλ.· ἀπ. εἰς αὐτὰν (ἐνν. φύσιν) Τίμ. Λοκρ. 100C, πρβλ. Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 7, 11· εἰς τὸ αὐτὸ ὁ αὐτ. Μεταφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀπ. ἑαυτὸν εἰς… [[φέρω]] ἐμαυτὸν [[ὀπίσω]] εἰς..., Πλούτ. 2, 660D· ἐπί..., Διόδ. 5. 23: - [[θεραπεύω]], ἐπανορθῶ, Διοσκ. 1, 77, κτλ. ΙΙ. Παθ., [[μετὰ]] παθ. πρκμ. ἀποκαθέστᾰμαι, ἀόρ. -εστάθην [ᾰ]: [[ὡσαύτως]] ἀόρ. β΄ (φωνῆς ἐνεργ.) ἀποκατέστην: - ἀποκαθίσταμαι, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 14 κ. ἀλλ.· ἀπ. εἰς τὴν ἐξ ἀρχῆς κατάστασιν Πολύβ. 25. 1, 1· ἐπὶ ἀσθενειῶν, ὁκόσα ποδαγρικὰ νουσήματα γίνονται, [[ταῦτα]] ἀποφλεγμήναντα ἐν [[τεσσαράκοντα]] ἡμέρῃσιν ἀποκαθίστανται, πραΰνονται, ἐπανέρχονται εἰς τὴν ἐξ ἀρχῆς κατάστασιν, Ἱππ. Ἀφ. 1258· ἀπ. εἴς τι καθίσταμαι τοῦτο ἢ ἐκεῖνο, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 14, 5, πρβλ. Πολύβ. 2. 41, 14· [[ὡσαύτως]], [[δένδρον]] τὸ ἔχον σκληρὸν τὸν φλοιὸν στεῖρον ἀποκαθίσταται, γίνεται, ἀποβαίνει ἄγονον, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 6, 6.
|lstext='''ἀποκαθίστημι''': μέλλ. -καταστήσω: πρκμ. -καθέστακα, Πολύβ. 21. 9, 9. Ἀποκαθιστῶ, δίδω τι εἰς ὃν ἀνήκει, ἤν που ἴδῃ ἵππον [[ὄντα]], λαβὼν καὶ χρησάμενος [[καλῶς]] ἀποκαθίστησιν Ξεν. Λακ. 6. 3· [[ἐπαναφέρω]] τι εἰς τὴν προτέραν [[αὐτοῦ]] κατάστασιν, καὶ ἀποκατέστασε τὰν πάτριον πολιτείαν Ψήφισμ. Βυζαντίων παρὰ Δημ. 256. 3· πολίτας Πλουτ. Ἀλέξ. 7· ἀπ. τινί τι, [[ἐπιστρέφω]] τι εἴς τινα, ἀποδίδω, Πολύβ. 3. 98, 7, κτλ.· ἀπ. εἰς αὐτὰν (ἐνν. φύσιν) Τίμ. Λοκρ. 100C, πρβλ. Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 7, 11· εἰς τὸ αὐτὸ ὁ αὐτ. Μεταφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀπ. ἑαυτὸν εἰς… [[φέρω]] ἐμαυτὸν [[ὀπίσω]] εἰς..., Πλούτ. 2, 660D· ἐπί..., Διόδ. 5. 23: - [[θεραπεύω]], ἐπανορθῶ, Διοσκ. 1, 77, κτλ. ΙΙ. Παθ., [[μετὰ]] παθ. πρκμ. ἀποκαθέστᾰμαι, ἀόρ. -εστάθην [ᾰ]: [[ὡσαύτως]] ἀόρ. β΄ (φωνῆς ἐνεργ.) ἀποκατέστην: - ἀποκαθίσταμαι, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 14 κ. ἀλλ.· ἀπ. εἰς τὴν ἐξ ἀρχῆς κατάστασιν Πολύβ. 25. 1, 1· ἐπὶ ἀσθενειῶν, ὁκόσα ποδαγρικὰ νουσήματα γίνονται, [[ταῦτα]] ἀποφλεγμήναντα ἐν [[τεσσαράκοντα]] ἡμέρῃσιν ἀποκαθίστανται, πραΰνονται, ἐπανέρχονται εἰς τὴν ἐξ ἀρχῆς κατάστασιν, Ἱππ. Ἀφ. 1258· ἀπ. εἴς τι καθίσταμαι τοῦτο ἢ ἐκεῖνο, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 14, 5, πρβλ. Πολύβ. 2. 41, 14· [[ὡσαύτως]], [[δένδρον]] τὸ ἔχον σκληρὸν τὸν φλοιὸν στεῖρον ἀποκαθίσταται, γίνεται, ἀποβαίνει ἄγονον, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 6, 6.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr. (aux prés., impf., f.</i> ἀποκαταστήσω, <i>ao.</i> ἀποκατέστησα) remettre en l’état antérieur, rétablir : πολιτείαν DÉM un gouvernement ; πολίτας PLUT des citoyens dans leur situation;<br /><b>2</b> <i>intr. (aux temps suiv. : ao.2</i> ἀποκατέστην, <i>pf.</i> [[καθέστηκα]], <i>et au Moy.)</i> se reposer, cesser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[καθίστημι]].
}}
}}