3,277,173
edits
(6_16) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακομήχᾰνος''': -ον, Δωρ. [[κακομάχανος]], μηχανώμενος κακά, ἐφευρίσκων τρόπους νὰ βλάψῃ τινά, [[ἐπιβλαβής]], [[ὀλέθριος]], [[δόλιος]], Ἰλ. Ζ. 344, Ὀδ. Π. 418· [[ἔρις]] Ἰλ. Ι. 257· λῃσταὶ κακομάχανοι, κακοῦργοι, Βακχυλ. XVII.8, Blass. - Ἐπιρρ. -νως, Φώτ. ἐν Βιβλιοθ. σ. 292, 9. | |lstext='''κακομήχᾰνος''': -ον, Δωρ. [[κακομάχανος]], μηχανώμενος κακά, ἐφευρίσκων τρόπους νὰ βλάψῃ τινά, [[ἐπιβλαβής]], [[ὀλέθριος]], [[δόλιος]], Ἰλ. Ζ. 344, Ὀδ. Π. 418· [[ἔρις]] Ἰλ. Ι. 257· λῃσταὶ κακομάχανοι, κακοῦργοι, Βακχυλ. XVII.8, Blass. - Ἐπιρρ. -νως, Φώτ. ἐν Βιβλιοθ. σ. 292, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui fabrique d’odieuses machinations ; fourbe.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[μηχανή]]. | |||
}} | }} |