κατερητύω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατερητύω''': μέλλ. -ύσω ῡ˙- κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἀναχαιτίζω]], λισσόμενοι κατερήτυον ἐν μεγάροισι Ἰλ. Ι. 465, Ὀδ. Ι. 31˙ φωνῇ… κατερήτυε Τ. 545˙ κατερητύσων ὁδὸν ἣν στέλλει Σοφ. Φιλ. 1416˙ κ. αὐδήν, θυμὸν Ὀρφ. Ἀργ. 1175, 1182, πρβλ. ἐρύκω καὶ [[κατερύκω]].
|lstext='''κατερητύω''': μέλλ. -ύσω ῡ˙- κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἀναχαιτίζω]], λισσόμενοι κατερήτυον ἐν μεγάροισι Ἰλ. Ι. 465, Ὀδ. Ι. 31˙ φωνῇ… κατερήτυε Τ. 545˙ κατερητύσων ὁδὸν ἣν στέλλει Σοφ. Φιλ. 1416˙ κ. αὐδήν, θυμὸν Ὀρφ. Ἀργ. 1175, 1182, πρβλ. ἐρύκω καὶ [[κατερύκω]].
}}
{{bailly
|btext=retenir, arrêter.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐρητύω]].
}}
}}