3,270,508
edits
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγοστός''': ὁ, ἡ [[παλάμη]] τῆς χειρός· παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Ἰλ. ἐν τῇ φράσει: ὁ δ’ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ, Β. 425, κτλ.· ἀγ. χειρός, Ἀπολλ. Ρόδ. 3. 120. ΙΙ. ὁ [[βραχίων]] = [[ἀγκάλη]], Θεόκρ. 17. 129, Ἀνθ. Π. 7. 464· μεταφ., Ἀκαδημείας ... ἐν ἀγοστῷ, [[αὐτόθι]], 6, 144. (συγγ. τοῦ [[ἄγκος]], [[ἀγκάλη]] κτλ.). | |lstext='''ἀγοστός''': ὁ, ἡ [[παλάμη]] τῆς χειρός· παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Ἰλ. ἐν τῇ φράσει: ὁ δ’ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ, Β. 425, κτλ.· ἀγ. χειρός, Ἀπολλ. Ρόδ. 3. 120. ΙΙ. ὁ [[βραχίων]] = [[ἀγκάλη]], Θεόκρ. 17. 129, Ἀνθ. Π. 7. 464· μεταφ., Ἀκαδημείας ... ἐν ἀγοστῷ, [[αὐτόθι]], 6, 144. (συγγ. τοῦ [[ἄγκος]], [[ἀγκάλη]] κτλ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> creux de la main;<br /><b>2</b> bras recourbé, embrassement.<br />'''Étymologie:''' DELG étymologie inconnue. | |||
}} | }} |