βραδυπλοέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βρᾰδυπλοέω''': [[πλέω]] βραδέως, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 7, πρβλ. Α. Β. 255· - ούσιαστ. –πλοια, ἡ, βραδὺς [[πλοῦς]], Βυζ.
|lstext='''βρᾰδυπλοέω''': [[πλέω]] βραδέως, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 7, πρβλ. Α. Β. 255· - ούσιαστ. –πλοια, ἡ, βραδὺς [[πλοῦς]], Βυζ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />naviguer lentement.<br />'''Étymologie:''' [[βραδύς]], [[πλόος]].
}}
}}