προτέμνω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προτέμνω''': Ἰωνικ. καὶ Ἐπικ. -[[τάμνω]]· μέλλ. -τεμῶ· ἀόρ. προῦτᾰμον. Τέμνω ἐκ τῶν προτέρων, Ἰλ. Ι. 489. ΙΙ. [[ἀποκόπτω]] τὸ ἄνω [[μέρος]] ἢ [[ἁπλῶς]] [[κόπτω]], Λατιν. praecidere, κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμὼν Ὀδ. Ψ. 196. ΙΙΙ. Μέσ., [[κόπτω]] πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἢ πρό τινος, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην, «τὸ προταμοίμην ἀντὶ τοῦ, πρὸ σοῦ ἀροτριάσαιμι, καὶ ὡς εἰπεῖν προκόψαιμι» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 375, (ὡς τὸ ὄγμον ὀρθὸν ἄγειν ἐν Θεοκρ. 10. 2) [[ἀλλά]], προταμέσθαι ἀρούρας, θερίσαι αὐτὰς πρότερον, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1387.
|lstext='''προτέμνω''': Ἰωνικ. καὶ Ἐπικ. -[[τάμνω]]· μέλλ. -τεμῶ· ἀόρ. προῦτᾰμον. Τέμνω ἐκ τῶν προτέρων, Ἰλ. Ι. 489. ΙΙ. [[ἀποκόπτω]] τὸ ἄνω [[μέρος]] ἢ [[ἁπλῶς]] [[κόπτω]], Λατιν. praecidere, κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμὼν Ὀδ. Ψ. 196. ΙΙΙ. Μέσ., [[κόπτω]] πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἢ πρό τινος, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην, «τὸ προταμοίμην ἀντὶ τοῦ, πρὸ σοῦ ἀροτριάσαιμι, καὶ ὡς εἰπεῖν προκόψαιμι» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 375, (ὡς τὸ ὄγμον ὀρθὸν ἄγειν ἐν Θεοκρ. 10. 2) [[ἀλλά]], προταμέσθαι ἀρούρας, θερίσαι αὐτὰς πρότερον, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1387.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προτεμῶ, <i>ao.2</i> προὔταμον;<br /><b>1</b> couper en avant, acc.;<br /><b>2</b> couper <i>ou</i> retrancher auparavant;<br /><i><b>Moy.</b></i> προτέμνομαι fendre <i>ou</i> tracer devant soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τέμνω]].
}}
}}