3,271,364
edits
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρημνοβάτης''': -ου, ὁ, ὁ περιπατῶν [[ἐπάνω]] εἰς κρημνούς, Πὰν Ἀνθ. Π. 9. 142, πρβλ. Πολύαιν. 4. 3, 29· ‒ θηλ. κρημνοβάτις, ιδος, Τζέτζ. εἰς Ἰλ. Η. 842. 2) [[σχοινοβάτης]], Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ μεταχειριζόμενος ἀπόκρημνα ῥήματα, [[κομπορρήμων]], κρημνο-[[βάτης]] ἐπέων Γρηγ. Ναζ. Ποιήμ. 10, 80. | |lstext='''κρημνοβάτης''': -ου, ὁ, ὁ περιπατῶν [[ἐπάνω]] εἰς κρημνούς, Πὰν Ἀνθ. Π. 9. 142, πρβλ. Πολύαιν. 4. 3, 29· ‒ θηλ. κρημνοβάτις, ιδος, Τζέτζ. εἰς Ἰλ. Η. 842. 2) [[σχοινοβάτης]], Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ μεταχειριζόμενος ἀπόκρημνα ῥήματα, [[κομπορρήμων]], κρημνο-[[βάτης]] ἐπέων Γρηγ. Ναζ. Ποιήμ. 10, 80. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui gravit des lieux escarpés;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui aime l’emphase, l’enflure.<br />'''Étymologie:''' [[κρημνός]], [[βαίνω]]. | |||
}} | }} |