ἀνιστορέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνιστορέω''': ἐρωτῶ νὰ μάθω, ἐρωτῶ, ἄρνησις οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς Σοφ. Ο. Τ. 578· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ. ἐρωτῶ τινα [[περί]] τινος πράγματος, πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμὲ Αἰσχύλ. Πρ. 963, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 991, Φ. 253· οὕτω, σὲ… ἀνιστορῶ Εὐρ. Ἱκ. 110· ἀν. τινὰ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Ἱππ. 92: - ἐρευνῶ, [[ἐξετάζω]] τι, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 5, 5.
|lstext='''ἀνιστορέω''': ἐρωτῶ νὰ μάθω, ἐρωτῶ, ἄρνησις οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς Σοφ. Ο. Τ. 578· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ. ἐρωτῶ τινα [[περί]] τινος πράγματος, πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμὲ Αἰσχύλ. Πρ. 963, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 991, Φ. 253· οὕτω, σὲ… ἀνιστορῶ Εὐρ. Ἱκ. 110· ἀν. τινὰ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Ἱππ. 92: - ἐρευνῶ, [[ἐξετάζω]] τι, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 5, 5.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />interroger : τινα qqn ; [[περί]] τινος sur qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἱστορέω]].
}}
}}