γοητεία: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γοητεία''': ἡ, ([[γοητεύω]]) [[μαγεία]], [[μαγγανεία]], [[ἀπάτη]], Πλάτ. Συμπ. 203Α, Πολ. 584Α, κτλ.· μεταφ., γ. τῆς ὑποκρίσεως Διόδ. 1. 76· ἡδονῆς δι’ ὀμμάτων [[ὄνομα]], [[γοητεία]] Πλούτ. 2. 961D.
|lstext='''γοητεία''': ἡ, ([[γοητεύω]]) [[μαγεία]], [[μαγγανεία]], [[ἀπάτη]], Πλάτ. Συμπ. 203Α, Πολ. 584Α, κτλ.· μεταφ., γ. τῆς ὑποκρίσεως Διόδ. 1. 76· ἡδονῆς δι’ ὀμμάτων [[ὄνομα]], [[γοητεία]] Πλούτ. 2. 961D.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />fascination ; charlatanisme, imposture.<br />'''Étymologie:''' [[γοητεύω]].
}}
}}