κλυτόκαρπος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλῠτόκαρπος''': -ον, [[ἔνδοξος]], πεφημισμένος διὰ τὸν καρπόν του, κλ. [[στέφανος]] Πινδ. Ν. 4. 124.
|lstext='''κλῠτόκαρπος''': -ον, [[ἔνδοξος]], πεφημισμένος διὰ τὸν καρπόν του, κλ. [[στέφανος]] Πινδ. Ν. 4. 124.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux fruits renommés, <i>fig.</i> glorieux par ses fruits.<br />'''Étymologie:''' [[κλυτός]], [[καρπός]].
}}
}}