ἀγαθοεργός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγαθοεργός''': συνῃρ. -ουργός, όν, (* [[ἔργω]]), ὁ τὸ ἀγαθὸν ἐργαζόμενος, Δαμάσκιος παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει [[ἀγαθοεργία]]. - οἱ Ἀγαθοεργοί, ἐν Σπάρτῃ, οἱ [[πέντε]] γεραίτατοι καὶ ἐπιστημότατοι ἐκ τῶν ἱππέων, οἱ εἰς πρεσβείας [[ὑπὲρ]] τῆς πολιτείας ἀποστελλόμενοι, Ἡρόδ. 1, 67· ἴδ. αὐτ. Bähr καὶ Ρουγκ. Τιμ. ἐν λέξ. καὶ Γροτίου Ἑλλ. Ἱστ. τόμ. Β΄, σ. 478, 602.
|lstext='''ἀγαθοεργός''': συνῃρ. -ουργός, όν, (* [[ἔργω]]), ὁ τὸ ἀγαθὸν ἐργαζόμενος, Δαμάσκιος παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει [[ἀγαθοεργία]]. - οἱ Ἀγαθοεργοί, ἐν Σπάρτῃ, οἱ [[πέντε]] γεραίτατοι καὶ ἐπιστημότατοι ἐκ τῶν ἱππέων, οἱ εἰς πρεσβείας [[ὑπὲρ]] τῆς πολιτείας ἀποστελλόμενοι, Ἡρόδ. 1, 67· ἴδ. αὐτ. Bähr καὶ Ρουγκ. Τιμ. ἐν λέξ. καὶ Γροτίου Ἑλλ. Ἱστ. τόμ. Β΄, σ. 478, 602.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui fait de bonnes œuvres, de belles actions ; [[οἱ]] Ἀγαθοεργοί nom des cinq vétérans de Sparte les plus renommés, auxquels on confiait certaines missions à l’étranger.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγαθός]], [[ἔργον]].
}}
}}