ἀγαμένως: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγᾰμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[ἄγαμαι]], [[μετὰ]] θαυμασμοῦ ἢ ἐπικροτήσεως, ἀγ. λέγειν, Ἀριστ. Ῥητ. 3. 7, 3· ἀγ. τὸν λόγον ἀπεδέξατο, [[μετὰ]] σεβασμοῦ ἢ συγκαταθέσεως, Heind. Πλάτ. Φαίδ. 89Α.
|lstext='''ἀγᾰμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[ἄγαμαι]], [[μετὰ]] θαυμασμοῦ ἢ ἐπικροτήσεως, ἀγ. λέγειν, Ἀριστ. Ῥητ. 3. 7, 3· ἀγ. τὸν λόγον ἀπεδέξατο, [[μετὰ]] σεβασμοῦ ἢ συγκαταθέσεως, Heind. Πλάτ. Φαίδ. 89Α.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> avec admiration <i>ou</i> respect;<br /><b>2</b> de façon à exciter l’admiration.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαμαι]].
}}
}}