κουρότερος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κουρότερος''': -α, -ον, συγκρ. τοῦ [[κοῦρος]] (πρβλ. [[βασιλεύς]], -λεύτερος), [[νεώτερος]], νεανικώτερος, ἄνδρες Ἰλ. Δ. 316, Ὀδ. Φ. 310, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 445˙ ὡς θηλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 684˙ ― ἐν τοῖς πλείστοις τῶν χωρίων κεῖται σχεδὸν ὡς θετικόν, πρβλ. [[ἀγρότερος]].
|lstext='''κουρότερος''': -α, -ον, συγκρ. τοῦ [[κοῦρος]] (πρβλ. [[βασιλεύς]], -λεύτερος), [[νεώτερος]], νεανικώτερος, ἄνδρες Ἰλ. Δ. 316, Ὀδ. Φ. 310, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 445˙ ὡς θηλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 684˙ ― ἐν τοῖς πλείστοις τῶν χωρίων κεῖται σχεδὸν ὡς θετικόν, πρβλ. [[ἀγρότερος]].
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />plus jeune ; <i>ou simpl.</i> jeune.<br />'''Étymologie:''' [[κοῦρος]].
}}
}}