ἀπειλητήριος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπειλητήριος''': -α, -ον, ὁ, [[ἀπειλητικός]], «φοβεριστικός», [[λόγος]] Ἡρόδ. 8. 112.
|lstext='''ἀπειλητήριος''': -α, -ον, ὁ, [[ἀπειλητικός]], «φοβεριστικός», [[λόγος]] Ἡρόδ. 8. 112.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />menaçant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπειλητήρ]].
}}
}}