συναιχμάλωτος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναιχμάλωτος''': -ον, ὁ καὶ αὐτὸς [[αἰχμάλωτος]], Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ις΄, 7, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄνος 27.
|lstext='''συναιχμάλωτος''': -ον, ὁ καὶ αὐτὸς [[αἰχμάλωτος]], Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ις΄, 7, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄνος 27.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />compagnon de captivité.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[αἰχμάλωτος]].
}}
}}