δομέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δομέω''': [[δέμω]], παθ., λίθοι εὖ δεδομᾱμένοι Ἀλκαῖ. 22, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 7. 22, 2· δεδόμηται Συλλ. Ἐπιγρ. 8730.
|lstext='''δομέω''': [[δέμω]], παθ., λίθοι εὖ δεδομᾱμένοι Ἀλκαῖ. 22, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 7. 22, 2· δεδόμηται Συλλ. Ἐπιγρ. 8730.
}}
{{bailly
|btext=construire.<br />'''Étymologie:''' [[δόμος]].
}}
}}