δυστόπαστος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυστόπαστος''': -ον, [[δυσείκαστος]], [[ὅστις]] ποτ’ εἶ σύ, [[δυστόπαστος]] εἰδέναι Εὐρ. Τρῳ. 885· Φοίβου δυστόπαστ’ αἰνίγματα ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 138.
|lstext='''δυστόπαστος''': -ον, [[δυσείκαστος]], [[ὅστις]] ποτ’ εἶ σύ, [[δυστόπαστος]] εἰδέναι Εὐρ. Τρῳ. 885· Φοίβου δυστόπαστ’ αἰνίγματα ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 138.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à conjecturer, à deviner, à comprendre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[τοπάζω]].
}}
}}