3,274,917
edits
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυκλοτερής''': -ές, ([[τείρω]]) κατεσκευασμένος [[στρογγύλος]], (τὴν γῆν ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου Ἡρόδ. 4. 36)· ἀκολούθως [[καθόλου]], [[κυκλικός]], [[στρογγύλος]], κυκλοτερὲς μέγα ἔτεινε [[τόξον]], τὸ ἐτέντωσε τόσον [[ὥστε]] νὰ ἐσχημάτισε κύκλον, Ἰλ. Δ 124· [[ἄλσος]] [[πάντοσε]] κυκλοτερὲς Ὀδ. Ρ. 209, Ἡσ. Φ. 145, Ἀσπ. Ἡρ. 208· [[οὖρος]] κυκλοτερὲς πάντῃ Ἡρόδ. 4. 184· πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον ὁ αὐτ. 1. 194· κ. κοιλίαι, ἐπὶ τῶν κοιλοτὴτων ἐν αἷς ἀρθροῦνται τὰ ὀστᾶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· αὐχὴν Πλάτ. Συμπ. 189Ε· [[οἰκοδόμημα]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 6· ὁ [[ὄγκος]] τὴς γῆς Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 10, πρβλ. Μετεωρ. 2. 5, 14. Ἐπίρρ. -ρῶς, Πλούτ. 2. 892F. ῡ θέσει, ἀείποτε. | |lstext='''κυκλοτερής''': -ές, ([[τείρω]]) κατεσκευασμένος [[στρογγύλος]], (τὴν γῆν ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου Ἡρόδ. 4. 36)· ἀκολούθως [[καθόλου]], [[κυκλικός]], [[στρογγύλος]], κυκλοτερὲς μέγα ἔτεινε [[τόξον]], τὸ ἐτέντωσε τόσον [[ὥστε]] νὰ ἐσχημάτισε κύκλον, Ἰλ. Δ 124· [[ἄλσος]] [[πάντοσε]] κυκλοτερὲς Ὀδ. Ρ. 209, Ἡσ. Φ. 145, Ἀσπ. Ἡρ. 208· [[οὖρος]] κυκλοτερὲς πάντῃ Ἡρόδ. 4. 184· πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον ὁ αὐτ. 1. 194· κ. κοιλίαι, ἐπὶ τῶν κοιλοτὴτων ἐν αἷς ἀρθροῦνται τὰ ὀστᾶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· αὐχὴν Πλάτ. Συμπ. 189Ε· [[οἰκοδόμημα]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 6· ὁ [[ὄγκος]] τὴς γῆς Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 10, πρβλ. Μετεωρ. 2. 5, 14. Ἐπίρρ. -ρῶς, Πλούτ. 2. 892F. ῡ θέσει, ἀείποτε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> arrondi au tour;<br /><b>2</b> qui s’arrondit : κυκλοτερὲς [[μέγα]] [[τόξον]] ἔτεινεν IL il tendit son grand arc qui s’arrondit ; rond, circulaire <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[κύκλος]], [[τείρω]]. | |||
}} | }} |