3,270,674
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπονενοημένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἀπονοέομαι]], [[ἀπεγνωκότως]], [[ἀπεγνωσμένως]], [[ὁμόσε]] ἐχώρουν [[ἀπονενοημένως]] τοῖς ἀναβεβηκόσιν Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 8· ἀπ. ἔχειν πρὸς τὰ γεύματα, ἐπιμόνως ἀποστρέφεσθαι τὴν τροφήν, Ἱππ. Ἐπίδ. τὸ Γ΄ 1096· ἀπ. διακεῖσθαι πρὸς τὸ ζῆν Ἰσοκρ. 131D. | |lstext='''ἀπονενοημένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἀπονοέομαι]], [[ἀπεγνωκότως]], [[ἀπεγνωσμένως]], [[ὁμόσε]] ἐχώρουν [[ἀπονενοημένως]] τοῖς ἀναβεβηκόσιν Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 8· ἀπ. ἔχειν πρὸς τὰ γεύματα, ἐπιμόνως ἀποστρέφεσθαι τὴν τροφήν, Ἱππ. Ἐπίδ. τὸ Γ΄ 1096· ἀπ. διακεῖσθαι πρὸς τὸ ζῆν Ἰσοκρ. 131D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />avec désespoir.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[ἀπονοέομαι]]. | |||
}} | }} |