3,274,216
edits
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύνδετος''': -ον, συνδεδεμένος, δεδεμένος [[ὁμοῦ]], συνδέτους αἰκίζεται Σοφ. Αἴ. 65· συνδέτους ἄγων [[ὁμοῦ]] ταύρους, κύνας βοτῆρας [[αὐτόθι]] 296. 2) ὁ συνδεδεμένος τινί, συνηνωμένος, τινι Πλάτ. Πολιτ. 279E. 3) ὁ συμπεπλεγμένος μετά τινος, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. σύνδετον, τό, [[δεσμός]], Εὐρ. Ἴων 1390. | |lstext='''σύνδετος''': -ον, συνδεδεμένος, δεδεμένος [[ὁμοῦ]], συνδέτους αἰκίζεται Σοφ. Αἴ. 65· συνδέτους ἄγων [[ὁμοῦ]] ταύρους, κύνας βοτῆρας [[αὐτόθι]] 296. 2) ὁ συνδεδεμένος τινί, συνηνωμένος, τινι Πλάτ. Πολιτ. 279E. 3) ὁ συμπεπλεγμένος μετά τινος, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. σύνδετον, τό, [[δεσμός]], Εὐρ. Ἴων 1390. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui a les pieds et les mains liés.<br />'''Étymologie:''' [[συνδέω]]. | |||
}} | }} |