τράπεζα: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τράπεζα''': [ᾰ], ης, ἡ, Δωρικ. [[τράπεσδα]] Ἀλκμὰν 61· (ἴδε ἐν τέλει)· ― ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τραπέζι», [[μάλιστα]] φαγητοῦ, [[τράπεζα]] ἐφ’ ἧς τίθενται τὰ φαγητά, συχνόν παρ’ Ὁμ., παρ’ ᾧ [[ἕκαστος]] τῶν συνδαιτυμόνων ἔχει ἰδίαν τράπεζαν, Ὀδ. Ρ. 333, 447., Χ. 74, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1· εἰσήγοντο δὲ εἰς τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] ἐδείπνουν πρὸ τοῦ δείπνου καὶ ἀπεκομίζοντο μετ’ αὐτό, τρ. παρατιθέναι τινὶ Ἡρόδ. 6. 139, Ἄλεξις ἐν «Παμφίλῃ» 2· τρ. παράκειται Ἰλ. Ω. 476· τρ. εἰσφέρειν, ἐπάγειν Ἀριστοφάν. Σφ. 1216, Ἀναξανδρ. ἐν «Ἀγροίκοις» 3· εἰσαίρειν Ἀριστοφάν. Βάτρ. 518· τρ. ἀφαιρεῖν Ὀδ. Τ. 61, Ξεν. Συμπ. 2. 1· αἴρειν Μένανδρ. ἐν «Κεκρυφάλῳ» 2· ἐν «Συναριστώσαις» 2· ἐκφέρειν Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Λάκωσιν» 1 (πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου me sisque remotis, ἂν καὶ ὁ Casaub. ἐν Ἀθην. 639Β, νοεῖ τοῦτο μόνον ἐπὶ τῶν φαγητῶν, ἴδε κατωτ. 2, πρβλ. Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. [[τράπεζα]])· ― ξενίη τρ., ἡ εἰς τὸν ξενιζόμενον προσφερομένη, καὶ τοσοῦτον ἱερὰ λογιζομένη [[ὥστε]] ὤμνυον ἐπ’ αὐτῇ, Ὀδ. Ξ. 158., Φ. 28, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 401, 701· ὅρκον μέγαν, [[ἅλας]] τε καὶ τράπεζαν Ἀρχίλ. 81· ἡ ξενικὴ τρ. Αἰσχίν. 85, ἐν τέλ.· ἀντίθετον τῷ ἡ δημοσία τρ. ὁ αὐτ. 31. 14· τραπέζῃ καὶ κοίτῃ [[δέκομαι]], περιποιοῦμαί τινα μὲ τράπεζαν καὶ κλίνην, Ἡρόδ. 5. 20· οὕτω, τραπέζης καὶ κοίτης μετέχει (ἐξυπακ. ἡ γυνὴ) Πλουτ. Βροῦτ. 13· ἐπὶ τὰς αὐτὰς τρ. ἰέναι Ἀντιφῶν 116. 12· Περσικὴν τράπεζαν παρετίθετο, ἐδείπνει πολυτελῶς κατὰ τὸν Περσικὸν τρόπον, Θουκ. 1. 130· τρ. κοσμεῖν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 6, κλπ.· εἰς ἀλλοτρίαν τράπεζαν βλέπειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 7. 2, 33· τὴν τρ. [[ἀνατρέπω]], ἀναποδογυρίζω αὐτήν, Δημ. 403. 17· παροιμ. ἐπὶ ἀσώτου, Ἀνδοκ. 17. 10· - [[ὡσαύτως]], [[τράπεζα]] καθιερωμένη τοῖς θεοῖς, ἐφ’ ἧς ἐτίθεντο ἐδέσματα καὶ ἀναθήματα, Δείναρχ. 108. 35. 2) «τραπέζι», δηλ. τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης βρώματα, τὰ ἐδέσματα, Ἡρόδ. 1. 162, Εὐρ. Ἄλκ. 2, Ξενοφ. Ἀνάβ. 7. 3, 22· παρέχειν στέγην..., τράπεζαν Ἀριστ. Ἀποσπ. 588· [[ὡσαύτως]], βορᾶς τρ. Σοφ. Ο. Τ. 1464, πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 70Ε· Συρακοσία τρ., παροιμ. ἐπὶ πολυτελοῦς διαίτης, τὸ τοῦ Ὁρατίου Siculae dape?, Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 3, Πλάτ. Πολ. 404D· αἱ δεύτεραι τρ., Λατιν. mensae secundae, ἡ δευτέρα σειρὰ τῶν ἐδεσμάτων, τὸ «δεύτερον πιάτον», Πλούτ. 2. 133Ε, Ἀθήν. 639Β κέξ.· πρβλ. [[τράγημα]]. ΙΙ. [[τράπεζα]] ἀργυραμοιβοῦ, χρηματιστοῦ ἢ τραπεζίτου, [[τράπεζα]], ὡς καὶ νῦν, Λατ. mensa argentaria, mensa nummularii, Λυσί. 114. 37· ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τραπεζῶν Πλάτ. Ἀπολ. 17C, κλπ.· ἡ [[ἐργασία]] ἡ τῆς τραπέζης, ἡ τραπεζικὴ [[ἐργασία]], Δημ. 946. 2· ἡ [[ἐγγύη]] ἡ ἐπὶ τὴν τρ., [[ἐγγύησις]] [[ἀσφάλεια]] δεδομένη εἰς τὴν τράπεζαν, ὁ αὐτ. 895. 16· τὸ ἐπὶ τρ. [[χρέος]] ὁ αὐτ. 900. 14· οἱ ἐπὶ ταῖς τραπέζαις, οἱ τραπεζῖται, Ἰσοκρ. 358Β· τράπεζαν κατασκευάζεσθαι, ἱδρύειν τράπεζαν, Ἰσαίου Ἀποσπ. 2. 3· [[ἀνασκευάζω]] τρ., [[διαλύω]] τράπεζαν, ἴδε [[ἀνασκευάζω]] 4· πρβλ. [[τραπεζίτης]]. ΙΙΙ. πᾶσα τραπεζοειδὴς ἢ [[ἐπίπεδος]] [[ἐπιφάνεια]], ἐφ’ ἧς κεῖταί τι, [[οἷον]], 1) τὸ ἐν τῷ πλοίῳ ἐγκάρσιον [[ξύλον]] ἐν ᾧ ἐτίθετο καὶ ἐστερεοῦτο ὁ [[ἱστός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 729. 2) [[εἶδος]] βήματος ἐφ’ οὗ δοῦλοι ἐξετίθεντο εἰς πώλησιν, ἵνα ὦσι περίοπτοι, «ἐφ’ ὃ δὲ ἀναβαίνοντες οἱ δοῦλοι πιπράσκονται τοῦτο τράπεζαν Ἀριστοφάνης καλεῖ» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 11. 3) πινακὶς πρὸς ἔκτυπον κοσμηματικὴν ἐργασίαν (τορείαν) ἢ πρὸς ἐπιγραφάς, Λατ. tabula, τρ. [[χαλκῆ]] Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 21, πρβλ. Παυσ. 8. 31. 3. 4) [[τετράγωνος]] [[ἐπιτάφιος]] [[λίθος]], Πλούτ. 2. 838C· mensa παρὰ τῷ Cic. Legg. 2. 26. 5) ἡ [[κάτω]] μυλόπετρα, [[Πολυδ]]. Η΄, 19. 6) [[μέρος]] καταπέλτου, Ἥρων Βελοπ. 135. 7) [[μέρος]] τοῦ [[ἥπατος]], Νικ. Θηρ. 560, [[ἔνθα]] ἴδε Schneid. 8) «τῶν ὠμοπλατῶν· ὧν τὰ περὶ τῷ νώτῳ πλατυνόμενα τράπεζαι καλοῦνται» [[Πολυδ]]. Β΄, 177. 9) ἡ [[ἐπιφάνεια]] τῶν γομφίων ὀδόντων, τῶν μέν τοι μυλῶν τὸ μὲν πρὸς τῇ σαρκὶ βωμίσκον καλοῦσι, τὸ δὲ λεαῖνον τὰ σιτία τραπέζας [[αὐτόθι]] 93. (Ἡ [[λέξις]] πιθανῶς ἔχει συντμηθῆ ἐκ τοῦ τετράπεζα· [[ὅθεν]] καὶ ἡ [[ἐρώτησις]], καὶ [[πόθεν]] ἐγὼ τρίπουν τράπεζαν λήψομαι; ὡς εἰ τοῦτο ἦν ἄτοπον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 447, πρβλ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9).
|lstext='''τράπεζα''': [ᾰ], ης, ἡ, Δωρικ. [[τράπεσδα]] Ἀλκμὰν 61· (ἴδε ἐν τέλει)· ― ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τραπέζι», [[μάλιστα]] φαγητοῦ, [[τράπεζα]] ἐφ’ ἧς τίθενται τὰ φαγητά, συχνόν παρ’ Ὁμ., παρ’ ᾧ [[ἕκαστος]] τῶν συνδαιτυμόνων ἔχει ἰδίαν τράπεζαν, Ὀδ. Ρ. 333, 447., Χ. 74, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1· εἰσήγοντο δὲ εἰς τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] ἐδείπνουν πρὸ τοῦ δείπνου καὶ ἀπεκομίζοντο μετ’ αὐτό, τρ. παρατιθέναι τινὶ Ἡρόδ. 6. 139, Ἄλεξις ἐν «Παμφίλῃ» 2· τρ. παράκειται Ἰλ. Ω. 476· τρ. εἰσφέρειν, ἐπάγειν Ἀριστοφάν. Σφ. 1216, Ἀναξανδρ. ἐν «Ἀγροίκοις» 3· εἰσαίρειν Ἀριστοφάν. Βάτρ. 518· τρ. ἀφαιρεῖν Ὀδ. Τ. 61, Ξεν. Συμπ. 2. 1· αἴρειν Μένανδρ. ἐν «Κεκρυφάλῳ» 2· ἐν «Συναριστώσαις» 2· ἐκφέρειν Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Λάκωσιν» 1 (πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου me sisque remotis, ἂν καὶ ὁ Casaub. ἐν Ἀθην. 639Β, νοεῖ τοῦτο μόνον ἐπὶ τῶν φαγητῶν, ἴδε κατωτ. 2, πρβλ. Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. [[τράπεζα]])· ― ξενίη τρ., ἡ εἰς τὸν ξενιζόμενον προσφερομένη, καὶ τοσοῦτον ἱερὰ λογιζομένη [[ὥστε]] ὤμνυον ἐπ’ αὐτῇ, Ὀδ. Ξ. 158., Φ. 28, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 401, 701· ὅρκον μέγαν, [[ἅλας]] τε καὶ τράπεζαν Ἀρχίλ. 81· ἡ ξενικὴ τρ. Αἰσχίν. 85, ἐν τέλ.· ἀντίθετον τῷ ἡ δημοσία τρ. ὁ αὐτ. 31. 14· τραπέζῃ καὶ κοίτῃ [[δέκομαι]], περιποιοῦμαί τινα μὲ τράπεζαν καὶ κλίνην, Ἡρόδ. 5. 20· οὕτω, τραπέζης καὶ κοίτης μετέχει (ἐξυπακ. ἡ γυνὴ) Πλουτ. Βροῦτ. 13· ἐπὶ τὰς αὐτὰς τρ. ἰέναι Ἀντιφῶν 116. 12· Περσικὴν τράπεζαν παρετίθετο, ἐδείπνει πολυτελῶς κατὰ τὸν Περσικὸν τρόπον, Θουκ. 1. 130· τρ. κοσμεῖν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 6, κλπ.· εἰς ἀλλοτρίαν τράπεζαν βλέπειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 7. 2, 33· τὴν τρ. [[ἀνατρέπω]], ἀναποδογυρίζω αὐτήν, Δημ. 403. 17· παροιμ. ἐπὶ ἀσώτου, Ἀνδοκ. 17. 10· - [[ὡσαύτως]], [[τράπεζα]] καθιερωμένη τοῖς θεοῖς, ἐφ’ ἧς ἐτίθεντο ἐδέσματα καὶ ἀναθήματα, Δείναρχ. 108. 35. 2) «τραπέζι», δηλ. τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης βρώματα, τὰ ἐδέσματα, Ἡρόδ. 1. 162, Εὐρ. Ἄλκ. 2, Ξενοφ. Ἀνάβ. 7. 3, 22· παρέχειν στέγην..., τράπεζαν Ἀριστ. Ἀποσπ. 588· [[ὡσαύτως]], βορᾶς τρ. Σοφ. Ο. Τ. 1464, πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 70Ε· Συρακοσία τρ., παροιμ. ἐπὶ πολυτελοῦς διαίτης, τὸ τοῦ Ὁρατίου Siculae dape?, Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 3, Πλάτ. Πολ. 404D· αἱ δεύτεραι τρ., Λατιν. mensae secundae, ἡ δευτέρα σειρὰ τῶν ἐδεσμάτων, τὸ «δεύτερον πιάτον», Πλούτ. 2. 133Ε, Ἀθήν. 639Β κέξ.· πρβλ. [[τράγημα]]. ΙΙ. [[τράπεζα]] ἀργυραμοιβοῦ, χρηματιστοῦ ἢ τραπεζίτου, [[τράπεζα]], ὡς καὶ νῦν, Λατ. mensa argentaria, mensa nummularii, Λυσί. 114. 37· ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τραπεζῶν Πλάτ. Ἀπολ. 17C, κλπ.· ἡ [[ἐργασία]] ἡ τῆς τραπέζης, ἡ τραπεζικὴ [[ἐργασία]], Δημ. 946. 2· ἡ [[ἐγγύη]] ἡ ἐπὶ τὴν τρ., [[ἐγγύησις]] [[ἀσφάλεια]] δεδομένη εἰς τὴν τράπεζαν, ὁ αὐτ. 895. 16· τὸ ἐπὶ τρ. [[χρέος]] ὁ αὐτ. 900. 14· οἱ ἐπὶ ταῖς τραπέζαις, οἱ τραπεζῖται, Ἰσοκρ. 358Β· τράπεζαν κατασκευάζεσθαι, ἱδρύειν τράπεζαν, Ἰσαίου Ἀποσπ. 2. 3· [[ἀνασκευάζω]] τρ., [[διαλύω]] τράπεζαν, ἴδε [[ἀνασκευάζω]] 4· πρβλ. [[τραπεζίτης]]. ΙΙΙ. πᾶσα τραπεζοειδὴς ἢ [[ἐπίπεδος]] [[ἐπιφάνεια]], ἐφ’ ἧς κεῖταί τι, [[οἷον]], 1) τὸ ἐν τῷ πλοίῳ ἐγκάρσιον [[ξύλον]] ἐν ᾧ ἐτίθετο καὶ ἐστερεοῦτο ὁ [[ἱστός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 729. 2) [[εἶδος]] βήματος ἐφ’ οὗ δοῦλοι ἐξετίθεντο εἰς πώλησιν, ἵνα ὦσι περίοπτοι, «ἐφ’ ὃ δὲ ἀναβαίνοντες οἱ δοῦλοι πιπράσκονται τοῦτο τράπεζαν Ἀριστοφάνης καλεῖ» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 11. 3) πινακὶς πρὸς ἔκτυπον κοσμηματικὴν ἐργασίαν (τορείαν) ἢ πρὸς ἐπιγραφάς, Λατ. tabula, τρ. [[χαλκῆ]] Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 21, πρβλ. Παυσ. 8. 31. 3. 4) [[τετράγωνος]] [[ἐπιτάφιος]] [[λίθος]], Πλούτ. 2. 838C· mensa παρὰ τῷ Cic. Legg. 2. 26. 5) ἡ [[κάτω]] μυλόπετρα, [[Πολυδ]]. Η΄, 19. 6) [[μέρος]] καταπέλτου, Ἥρων Βελοπ. 135. 7) [[μέρος]] τοῦ [[ἥπατος]], Νικ. Θηρ. 560, [[ἔνθα]] ἴδε Schneid. 8) «τῶν ὠμοπλατῶν· ὧν τὰ περὶ τῷ νώτῳ πλατυνόμενα τράπεζαι καλοῦνται» [[Πολυδ]]. Β΄, 177. 9) ἡ [[ἐπιφάνεια]] τῶν γομφίων ὀδόντων, τῶν μέν τοι μυλῶν τὸ μὲν πρὸς τῇ σαρκὶ βωμίσκον καλοῦσι, τὸ δὲ λεαῖνον τὰ σιτία τραπέζας [[αὐτόθι]] 93. (Ἡ [[λέξις]] πιθανῶς ἔχει συντμηθῆ ἐκ τοῦ τετράπεζα· [[ὅθεν]] καὶ ἡ [[ἐρώτησις]], καὶ [[πόθεν]] ἐγὼ τρίπουν τράπεζαν λήψομαι; ὡς εἰ τοῦτο ἦν ἄτοπον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 447, πρβλ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />table à quatre pieds ; table, <i>particul.</i> :<br /><b>I.</b> table à manger : [[τράπεζα]] ξενίη OD table de l’hospitalité, table hospitalière ; mets qu’on sert sur la table, aliments, nourriture ; δεύτεραι τράπεζαι PLUT tables du second service, <i>càd</i> dessert;<br /><b>II.</b> table <i>ou</i> comptoir du marchand, <i>particul.</i> comptoir de changeur <i>ou</i> de banquier ; [[οἱ]] ἐπὶ ταῖς τραπέζαις ISOCR les changeurs, les banquiers;<br /><b>III.</b> toute surface plane et carrée, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> pierre tumulaire plate;<br /><b>2</b> tablette <i>ou</i> plaque avec inscription.<br />'''Étymologie:''' par dissimil. p. *τετράπεζα de τετρα-, [[πέζα]].
}}
}}