κυνηγία: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠνηγία''': ἡ, [[θήρα]], [[κυνηγεσία]], [[κυνήγιον]], Τραγ. (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ κυνᾱγία, ἴδε ἐν λ. [[κυναγός]]), Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 15, Πολύβ., κτλ.
|lstext='''κῠνηγία''': ἡ, [[θήρα]], [[κυνηγεσία]], [[κυνήγιον]], Τραγ. (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ κυνᾱγία, ἴδε ἐν λ. [[κυναγός]]), Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 15, Πολύβ., κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />chasse.<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγός]].
}}
}}