ἀλάθητος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλάθητος''': [λᾱ], ον, = [[ἄληστος]], ὃν οὐδὲν λανθάνει, οὗ τὴν προσοχὴν ἢ μνήμην οὐδὲν διαφεύγει, Αἴσωπ., Εὐστ. καὶ μεταγενέσ.
|lstext='''ἀλάθητος''': [λᾱ], ον, = [[ἄληστος]], ὃν οὐδὲν λανθάνει, οὗ τὴν προσοχὴν ἢ μνήμην οὐδὲν διαφεύγει, Αἴσωπ., Εὐστ. καὶ μεταγενέσ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à qui l’on ne cache rien, à qui rien n’échappe.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[λανθάνω]].
}}
}}