ἐνιαύσιος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνιαύσιος''': -α, -ον, Ἡρόδ. 4. 180, Εὐρ. Ἱππ. 37, Ξεν. Ἀγησ. 2, 1, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ος, ον, Θουκ. 4. 117., 5. 1: (ἐνιαυτοός)· ἑνὸς ἔτους (ἡλικίας) σῦς, Ὀδ. Π. 454, Δημ. 833. 17, κτλ. ΙΙ. [[ἐτήσιος]], κατ’ [[ἔτος]], ἀπὸ ἔτους εἰς [[ἔτος]], Ὁμήρου Ἐπιγράμμ. 15. 11· ὁρτὴ Ἡρόδ. 4. 180· ἴδε τὴν λέξιν [[διαδοχή]]: - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 449. - Ἐπίρρ. ἐνιαυσίως, ἐτησίως, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. σ. 52. ΙΙΙ. ἐπὶ ἓν [[ἔτος]], διαρκῶν ἓν [[ἔτος]], Ἱππ. Ἀφορ. 1258· ἑνὸς ἔτους [[ἐξορία]], ἐνιαυσίαν ἔκδημον αἰνέσας φυγὴν Εὐρ. Ἱππ. 37· [[χρόνος]] ὁ αὐτ. Ἑλ. 775· [[ἐκεχειρία]], σπονδαί, κτλ., Θουκ. 4. 117., 5. 15· ὁδὸς Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὡς τρίμηνον [[ἡνίκα]] χώρας ἀπείη κἀνιαύσιος [[βεβώς]], [[ἡνίκα]] χώρας ἀπείη βεβὼς τρίμηνον χρόνον κἀνιαύσιον, δηλ. [[ὅταν]] παρέλθῃ ἓν [[ἔτος]] καὶ [[τρεῖς]] μῆνες [[μετὰ]] τὴν ἀναχώρησιν αὐτῶν, Σοφ. Τρ. 165 ([[ἔνθα]] ὁ Brunck. ἐπηνώρθωσε: κἀνιαύσιον, ἐνν. χρόνον). Ι. ὡς οὐσ. τὰ ἐνιαύσια, προσευχαὶ γινόμεναι ἐπὶ τοῦ τάφου ἀποθανόντος ἓν [[ἔτος]] [[μετὰ]] τὴν ταφὴν [[αὐτοῦ]], Διατ. Ἀποσπ. 8. 42.
|lstext='''ἐνιαύσιος''': -α, -ον, Ἡρόδ. 4. 180, Εὐρ. Ἱππ. 37, Ξεν. Ἀγησ. 2, 1, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ος, ον, Θουκ. 4. 117., 5. 1: (ἐνιαυτοός)· ἑνὸς ἔτους (ἡλικίας) σῦς, Ὀδ. Π. 454, Δημ. 833. 17, κτλ. ΙΙ. [[ἐτήσιος]], κατ’ [[ἔτος]], ἀπὸ ἔτους εἰς [[ἔτος]], Ὁμήρου Ἐπιγράμμ. 15. 11· ὁρτὴ Ἡρόδ. 4. 180· ἴδε τὴν λέξιν [[διαδοχή]]: - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 449. - Ἐπίρρ. ἐνιαυσίως, ἐτησίως, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. σ. 52. ΙΙΙ. ἐπὶ ἓν [[ἔτος]], διαρκῶν ἓν [[ἔτος]], Ἱππ. Ἀφορ. 1258· ἑνὸς ἔτους [[ἐξορία]], ἐνιαυσίαν ἔκδημον αἰνέσας φυγὴν Εὐρ. Ἱππ. 37· [[χρόνος]] ὁ αὐτ. Ἑλ. 775· [[ἐκεχειρία]], σπονδαί, κτλ., Θουκ. 4. 117., 5. 15· ὁδὸς Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὡς τρίμηνον [[ἡνίκα]] χώρας ἀπείη κἀνιαύσιος [[βεβώς]], [[ἡνίκα]] χώρας ἀπείη βεβὼς τρίμηνον χρόνον κἀνιαύσιον, δηλ. [[ὅταν]] παρέλθῃ ἓν [[ἔτος]] καὶ [[τρεῖς]] μῆνες [[μετὰ]] τὴν ἀναχώρησιν αὐτῶν, Σοφ. Τρ. 165 ([[ἔνθα]] ὁ Brunck. ἐπηνώρθωσε: κἀνιαύσιον, ἐνν. χρόνον). Ι. ὡς οὐσ. τὰ ἐνιαύσια, προσευχαὶ γινόμεναι ἐπὶ τοῦ τάφου ἀποθανόντος ἓν [[ἔτος]] [[μετὰ]] τὴν ταφὴν [[αὐτοῦ]], Διατ. Ἀποσπ. 8. 42.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> âgé d’un an;<br /><b>2</b> qui a duré <i>ou</i> dure un an;<br /><b>3</b> qui revient chaque année, annuel.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνιαυτός]].
}}
}}