Anonymous

αὐτοκατάκριτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοκατάκρῐτος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] κατακρινόμενος, Ἐπιστ. π. Τιτ. γʹ, 11, Ἐκκλ.
|lstext='''αὐτοκατάκρῐτος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] κατακρινόμενος, Ἐπιστ. π. Τιτ. γʹ, 11, Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se condamne soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[κατακρίνω]].
}}
}}