κριτός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῐτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[κρίνω]], διακεκριμένος, «ξεχωριστός», [[ἐκλεκτός]], Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Η. 258. 2) [[ἐκλεκτός]], [[ἔξοχος]], Πινδ. Π. 4. 89, Σοφ. Τρ. 27, 245, κτλ.
|lstext='''κρῐτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[κρίνω]], διακεκριμένος, «ξεχωριστός», [[ἐκλεκτός]], Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Η. 258. 2) [[ἐκλεκτός]], [[ἔξοχος]], Πινδ. Π. 4. 89, Σοφ. Τρ. 27, 245, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> trié, choisi;<br /><b>2</b> choisi, supérieur.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κρίνω]].
}}
}}