3,274,216
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδόκῐμος''': -ον, ὁ μὴ [[δόκιμος]], ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ὑποστῇ δοκιμήν, παραπεποιημένος, [[κίβδηλος]], [[κυρίως]] ἐπὶ νομισμάτων. Πλάτ. Νόμ. 742Α. ΙΙ. μεταφ. [[ἄνευ]] φήμης, ἄσημος, [[ἀφανής]], λακίσματ’ ἀδόκιμ’ ὀλβίοις ἔχειν, Εὐρ. Τρῳ. 497· μοῦσα, Πλάτ. Νόμ. 829D· πρβλ. Δημ. 781. 3. ― Ἐπίρρ. -μως, [[Πολυδ]]. 5. 160, 2, ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 618Β. ἀποδεδοκιμασμένος ὡς [[κίβδηλος]], [[ἀπόβλητος]], Ξεν. Λακ. 3, 3. Ἐπ. πρὸς Ρωμ. α΄, 28, Τιμόθ. Β΄. γ΄, 8 κτλ. | |lstext='''ἀδόκῐμος''': -ον, ὁ μὴ [[δόκιμος]], ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ὑποστῇ δοκιμήν, παραπεποιημένος, [[κίβδηλος]], [[κυρίως]] ἐπὶ νομισμάτων. Πλάτ. Νόμ. 742Α. ΙΙ. μεταφ. [[ἄνευ]] φήμης, ἄσημος, [[ἀφανής]], λακίσματ’ ἀδόκιμ’ ὀλβίοις ἔχειν, Εὐρ. Τρῳ. 497· μοῦσα, Πλάτ. Νόμ. 829D· πρβλ. Δημ. 781. 3. ― Ἐπίρρ. -μως, [[Πολυδ]]. 5. 160, 2, ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 618Β. ἀποδεδοκιμασμένος ὡς [[κίβδηλος]], [[ἀπόβλητος]], Ξεν. Λακ. 3, 3. Ἐπ. πρὸς Ρωμ. α΄, 28, Τιμόθ. Β΄. γ΄, 8 κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de mauvais aloi (monnaie);<br /><b>2</b> vil, bas ; méprisé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δόκιμος]]. | |||
}} | }} |