βρότειος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βρότειος''': -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, Ἀρχίλ. 13, Εὐρ. Ἱππ. 19· ― ποιητ. ἐπὶθ., [[θνητός]], Αἰσχύλ. Πρ. 116, κτλ.· βρ. γένος Σοφ. Ἀποσπ. 132· ψυχὴν [[βρότειος]] Εὐρ. Ἱκέτ. 777· βρ. πόνοι, τῶν θνητῶν, Ἄλεξ. Ὑπν. 1. 9· ― παρ’ Ὁμ. μόνον βρότεος, η, ον, Ὀδ. Τ. 345, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 47· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. Ο. 9. 52, κτλ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 171.
|lstext='''βρότειος''': -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, Ἀρχίλ. 13, Εὐρ. Ἱππ. 19· ― ποιητ. ἐπὶθ., [[θνητός]], Αἰσχύλ. Πρ. 116, κτλ.· βρ. γένος Σοφ. Ἀποσπ. 132· ψυχὴν [[βρότειος]] Εὐρ. Ἱκέτ. 777· βρ. πόνοι, τῶν θνητῶν, Ἄλεξ. Ὑπν. 1. 9· ― παρ’ Ὁμ. μόνον βρότεος, η, ον, Ὀδ. Τ. 345, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 47· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. Ο. 9. 52, κτλ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 171.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />des mortels, des hommes.<br />'''Étymologie:''' [[βροτός]].
}}
}}