3,253,876
edits
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργῠρόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας κατεσκευασμένους ἐξ ἀργύρου, κλῖναι ἀργυρόποδες Ξεν. Ἀν. 4. 4, 21, πρβλ. Δημ. 741. 6, Πολύβ. 31. 3, 18. | |lstext='''ἀργῠρόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας κατεσκευασμένους ἐξ ἀργύρου, κλῖναι ἀργυρόποδες Ξεν. Ἀν. 4. 4, 21, πρβλ. Δημ. 741. 6, Πολύβ. 31. 3, 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όποδος<br />aux pieds d’argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[πούς]]. | |||
}} | }} |