λάτρευμα: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάτρευμα''': τό, ἐν τῷ πληθ., [[ὑπηρεσία]] ἐπὶ μισθῷ, πόνων λατρεύματα, [[ἐπίπονος]], ὀδυνηρὰ [[ὑπηρεσία]], Σοφ. Τρ. 357· ― [[ὑπηρεσία]], [[λατρεία]] εἰς τοὺς θεούς, Εὐρ. Ι. Τ. 1275. ΙΙ. = [[λάτρις]], ὡς τὸ Λατ. servitium = servus, [[δοῦλος]], ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1106.
|lstext='''λάτρευμα''': τό, ἐν τῷ πληθ., [[ὑπηρεσία]] ἐπὶ μισθῷ, πόνων λατρεύματα, [[ἐπίπονος]], ὀδυνηρὰ [[ὑπηρεσία]], Σοφ. Τρ. 357· ― [[ὑπηρεσία]], [[λατρεία]] εἰς τοὺς θεούς, Εὐρ. Ι. Τ. 1275. ΙΙ. = [[λάτρις]], ὡς τὸ Λατ. servitium = servus, [[δοῦλος]], ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1106.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />service de mercenaire ; <i>p. ext.</i> service des dieux, culte.<br />'''Étymologie:''' [[λατρεύω]].
}}
}}