3,274,917
edits
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκευᾰγωγός''': -όν, ([[σκεῦος]]) ὁ μεταφέρων σκεύη, ἅμαξαι [[Πολυδ]]. Ι΄, 14· ἡμίονοι Συνέσ. 118D· τὰ σκευαγωγά, αἱ ἅμαξαι αἱ μεταφέρουσαι τὰ σκεύη, [[ἔπιπλα]] κλπ., Πλουτ. Πομπ. 6· - [[ὡσαύτως]] καὶ πλοῖα φορτηγά, ἐνεργοῦνται μετακομίσεις, Στράβ. 780. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν ἐπιτήρησην τῶν ἀποσκευῶν, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 4. Πρβλ. [[σκευοφόρος]]. | |lstext='''σκευᾰγωγός''': -όν, ([[σκεῦος]]) ὁ μεταφέρων σκεύη, ἅμαξαι [[Πολυδ]]. Ι΄, 14· ἡμίονοι Συνέσ. 118D· τὰ σκευαγωγά, αἱ ἅμαξαι αἱ μεταφέρουσαι τὰ σκεύη, [[ἔπιπλα]] κλπ., Πλουτ. Πομπ. 6· - [[ὡσαύτως]] καὶ πλοῖα φορτηγά, ἐνεργοῦνται μετακομίσεις, Στράβ. 780. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν ἐπιτήρησην τῶν ἀποσκευῶν, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 4. Πρβλ. [[σκευοφόρος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui sert à transporter des bagages ; ὁ [[σκευαγωγός]] XÉN serviteur chargé des bagages ; τὸ σκευαγωγόν PLUT fourgon pour les bagages.<br />'''Étymologie:''' [[σκεῦος]], [[ἄγω]]. | |||
}} | }} |