3,274,873
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀοίκητος''': -ον, ὁ μὴ κατοικούμενος ὑπ’ ἀνθρώπων, [[ἀκατοίκητος]], ἢ ὃν δὲν δύναται νὰ κατοικήσῃ τις· [[ἀοίκητος]] καὶ [[ἐρῆμος]] ἡ [[Λιβύη]] Ἡρόδ. 2. 34, πρβλ. 4. 31 (διάφ. γραφ. ἀν-), 5.10· οὕτω παρὰ Πλάτ. Νόμ. 778Β· τὰ ἀοίκητα Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 17. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] οἰκίας, [[ἀνέστιος]], ποιεῖν τινα ἀοίκητον, [[ἐξορίζω]] τινὰ ἐκ τῆς πατρίδος του, Δημ. 1123. 3 (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν [[ἐνταῦθα]] [[ἄοικος]])· πρβλ. Λουκ. Ἐνύπν. 17. | |lstext='''ἀοίκητος''': -ον, ὁ μὴ κατοικούμενος ὑπ’ ἀνθρώπων, [[ἀκατοίκητος]], ἢ ὃν δὲν δύναται νὰ κατοικήσῃ τις· [[ἀοίκητος]] καὶ [[ἐρῆμος]] ἡ [[Λιβύη]] Ἡρόδ. 2. 34, πρβλ. 4. 31 (διάφ. γραφ. ἀν-), 5.10· οὕτω παρὰ Πλάτ. Νόμ. 778Β· τὰ ἀοίκητα Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 17. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] οἰκίας, [[ἀνέστιος]], ποιεῖν τινα ἀοίκητον, [[ἐξορίζω]] τινὰ ἐκ τῆς πατρίδος του, Δημ. 1123. 3 (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν [[ἐνταῦθα]] [[ἄοικος]])· πρβλ. Λουκ. Ἐνύπν. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inhabité, inhabitable;<br /><b>2</b> sans maison.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[οἰκέω]]. | |||
}} | }} |