ἀοίκητος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀοίκητος''': -ον, ὁ μὴ κατοικούμενος ὑπ’ ἀνθρώπων, [[ἀκατοίκητος]], ἢ ὃν δὲν δύναται νὰ κατοικήσῃ τις· [[ἀοίκητος]] καὶ [[ἐρῆμος]] ἡ [[Λιβύη]] Ἡρόδ. 2. 34, πρβλ. 4. 31 (διάφ. γραφ. ἀν-), 5.10· οὕτω παρὰ Πλάτ. Νόμ. 778Β· τὰ ἀοίκητα Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 17. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] οἰκίας, [[ἀνέστιος]], ποιεῖν τινα ἀοίκητον, [[ἐξορίζω]] τινὰ ἐκ τῆς πατρίδος του, Δημ. 1123. 3 (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν [[ἐνταῦθα]] [[ἄοικος]])· πρβλ. Λουκ. Ἐνύπν. 17.
|lstext='''ἀοίκητος''': -ον, ὁ μὴ κατοικούμενος ὑπ’ ἀνθρώπων, [[ἀκατοίκητος]], ἢ ὃν δὲν δύναται νὰ κατοικήσῃ τις· [[ἀοίκητος]] καὶ [[ἐρῆμος]] ἡ [[Λιβύη]] Ἡρόδ. 2. 34, πρβλ. 4. 31 (διάφ. γραφ. ἀν-), 5.10· οὕτω παρὰ Πλάτ. Νόμ. 778Β· τὰ ἀοίκητα Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 17. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] οἰκίας, [[ἀνέστιος]], ποιεῖν τινα ἀοίκητον, [[ἐξορίζω]] τινὰ ἐκ τῆς πατρίδος του, Δημ. 1123. 3 (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν [[ἐνταῦθα]] [[ἄοικος]])· πρβλ. Λουκ. Ἐνύπν. 17.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inhabité, inhabitable;<br /><b>2</b> sans maison.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[οἰκέω]].
}}
}}