3,270,811
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱερόσῡλος''': ὁ, ([[συλάω]]) ὁ συλῶν ναόν, Λατ. sacrilegus, Ἀριστοφ. Πλ. 30, Λυσίας 185. 13, Πλάτ. Πολ. 344Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὸ λαμβανόμενον δι’ ἱεροσυλίας, ἱεροσύλοις καὶ πικραῖς παροψίσι Εὔβουλ. ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 1. 4. | |lstext='''ἱερόσῡλος''': ὁ, ([[συλάω]]) ὁ συλῶν ναόν, Λατ. sacrilegus, Ἀριστοφ. Πλ. 30, Λυσίας 185. 13, Πλάτ. Πολ. 344Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὸ λαμβανόμενον δι’ ἱεροσυλίας, ἱεροσύλοις καὶ πικραῖς παροψίσι Εὔβουλ. ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 1. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui pille un sanctuaire, voleur sacrilège.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[συλέω]]. | |||
}} | }} |