3,274,873
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δουπέω''': μέλλ. -ήσω, Ἀνθ. Π. 9. 427· Ἐπ. ἀόρ. δούπησα Ἰλ.· [[ὡσαύτως]] ἐγδούπησα (ἐκ τοῦ γδουπέω, πρβλ [[τύπτω]], [[κτυπέω]]) Ἰλ. Λ. 45· πρκμ. δέδουπα Ψ. 679 ([[δοῦπος]]). Ἐκβάλλω βαρὺν ἦχον πίπτων· παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς βαρείας πτώσεως σώματος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν κλαγγὴν τῶν ὅπλων, δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε’ ἐπ’ αὐτῷ Ἰλ. Δ. 504· [[ἄνευ]] τοῦ πεσών, ἢ αὐτὸς δουπῆσαι ἀμύνων λοιγὸν Ἀχαιοῖς Ν. 426· δεδουπότος Οἰδιπόδαο Ψ. 679· οὐχὶ συχνὸν παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσι, δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν, πίπτει μὲ βαρὺν ἦχον ἐπὶ τοῦ στήθους των, Εὐρ. Ἀλκ. 104· ἐπὶ ἑρπετῶν, κώπῃ δουπεῖν Ἀνθ. Π. 9. 427· ἐπὶ στρατιωτῶν, κτυπῶ δυνατά, ταῖς ἀσπίσι πρὸς τὰ δόρατα ἐδούπησαν Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18 (ὡς τὸ ἔκρουσαν [[αὐτόθι]] 4. 5, 18)· ἀλλἀ τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] Ἐπ. καὶ ἀπαντᾷ μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, πρβλ. [[δοῦπος]]· - παθ. [[τύπος]] δουπήθησαν ἐν Ἀνθ. Π. 9. 283. | |lstext='''δουπέω''': μέλλ. -ήσω, Ἀνθ. Π. 9. 427· Ἐπ. ἀόρ. δούπησα Ἰλ.· [[ὡσαύτως]] ἐγδούπησα (ἐκ τοῦ γδουπέω, πρβλ [[τύπτω]], [[κτυπέω]]) Ἰλ. Λ. 45· πρκμ. δέδουπα Ψ. 679 ([[δοῦπος]]). Ἐκβάλλω βαρὺν ἦχον πίπτων· παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς βαρείας πτώσεως σώματος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν κλαγγὴν τῶν ὅπλων, δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε’ ἐπ’ αὐτῷ Ἰλ. Δ. 504· [[ἄνευ]] τοῦ πεσών, ἢ αὐτὸς δουπῆσαι ἀμύνων λοιγὸν Ἀχαιοῖς Ν. 426· δεδουπότος Οἰδιπόδαο Ψ. 679· οὐχὶ συχνὸν παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσι, δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν, πίπτει μὲ βαρὺν ἦχον ἐπὶ τοῦ στήθους των, Εὐρ. Ἀλκ. 104· ἐπὶ ἑρπετῶν, κώπῃ δουπεῖν Ἀνθ. Π. 9. 427· ἐπὶ στρατιωτῶν, κτυπῶ δυνατά, ταῖς ἀσπίσι πρὸς τὰ δόρατα ἐδούπησαν Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18 (ὡς τὸ ἔκρουσαν [[αὐτόθι]] 4. 5, 18)· ἀλλἀ τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] Ἐπ. καὶ ἀπαντᾷ μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, πρβλ. [[δοῦπος]]· - παθ. [[τύπος]] δουπήθησαν ἐν Ἀνθ. Π. 9. 283. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> δουπήσω, <i>ao.</i> ἐδούπησα, <i>pf.2</i> δέδουπα;<br /><b>1</b> faire un bruit sourd en tombant;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> faire du bruit en frappant ; <i>abs.</i> δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν EUR la main des femmes frappe avec bruit (leur poitrine).<br />'''Étymologie:''' [[δοῦπος]]. | |||
}} | }} |