σπαργανιώτης: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπαργᾰνιώτης''': -ου, ὁ, [[παιδίον]] ἐν σπαργάνοις, «φασκιωμένον», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 301· ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ εἰραφιώτης.
|lstext='''σπαργᾰνιώτης''': -ου, ὁ, [[παιδίον]] ἐν σπαργάνοις, «φασκιωμένον», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 301· ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ εἰραφιώτης.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />enveloppé de langes.<br />'''Étymologie:''' [[σπάργανον]].
}}
}}