ζείδωρος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζείδωρος''': -ον, ὁ παρέχων ζειάς, ὡς ἐπίθ. τῆς γῆς, [[ζείδωρος]] ἄρουρα, [[γόνιμος]] γῆ, Ἰλ. Β. 548, Ὀδ. Γ. 3, Ἡσ. ζ. ἀρδμὸς Νόνν. Δ. 26, 185 [[μετὰ]] γεν., ἀχρὰς... ζ. ὀπώρης Ἀνθ. Π. 9. 4. ΙΙ. τινὲς τῶν συγγραφέων φανερῶς παρῆγον τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ζάω, = [[βιόδωρος]], ὁ παρέχων ζωήν, [[Ἀφροδίτη]] Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 756E ἐφετμὴ Νόνν. Ἰω. 12, ἴδε 49. - Πρβλ. Ἡσύχ., Εὐστ. 283. 18.
|lstext='''ζείδωρος''': -ον, ὁ παρέχων ζειάς, ὡς ἐπίθ. τῆς γῆς, [[ζείδωρος]] ἄρουρα, [[γόνιμος]] γῆ, Ἰλ. Β. 548, Ὀδ. Γ. 3, Ἡσ. ζ. ἀρδμὸς Νόνν. Δ. 26, 185 [[μετὰ]] γεν., ἀχρὰς... ζ. ὀπώρης Ἀνθ. Π. 9. 4. ΙΙ. τινὲς τῶν συγγραφέων φανερῶς παρῆγον τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ζάω, = [[βιόδωρος]], ὁ παρέχων ζωήν, [[Ἀφροδίτη]] Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 756E ἐφετμὴ Νόνν. Ἰω. 12, ἴδε 49. - Πρβλ. Ἡσύχ., Εὐστ. 283. 18.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui procure de l’épeautre ; fécond;<br /><b>2</b> (<i>par confus. avec</i> [[ζάω]]) qui donne la vie (Aphrodite).<br />'''Étymologie:''' [[ζειά]], δωρέομαι.
}}
}}