εὔκομος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔκομος''': Ἐπικ. ἠΰκομος, ον, ([[κόμη]]) ἔχων ὡραίαν κόμην, ἐπὶ θεαινῶν καὶ εὐγενῶν γυναικῶν, Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ., ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ· οὕτω Πινδ. Ο. 6.154, Π. 5. 60· [[εὔμαλλος]], εὔκομα μῆλα Ἀνθ. Π. 9. 363, 20: - ἐπὶ ἄλσους, [[Πολυδ]]. Α΄, 229.
|lstext='''εὔκομος''': Ἐπικ. ἠΰκομος, ον, ([[κόμη]]) ἔχων ὡραίαν κόμην, ἐπὶ θεαινῶν καὶ εὐγενῶν γυναικῶν, Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ., ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ· οὕτω Πινδ. Ο. 6.154, Π. 5. 60· [[εὔμαλλος]], εὔκομα μῆλα Ἀνθ. Π. 9. 363, 20: - ἐπὶ ἄλσους, [[Πολυδ]]. Α΄, 229.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la belle toison.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόμη]].
}}
}}