3,277,700
edits
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔδοξος''': -ον, ([[δόξα]]) ἔχων καλὴν ὑπόληψιν, [[ἔντιμος]], [[περίφημος]], [[ἔνδοξος]], Θεόγν. 195, Σιμων. 147, Πινδ. ΙΙ. 12. 10, Θουκ. 1. 84, κτλ.· εὔδ. [[παρά]] τισι Πλάτ. Νόμ. 773Α· [[νέες]] εὐδοξόταται, πλοῖα ἔχοντα τὴν ἀρίστην ὑπόληψιν, τὰ πρῶτα ἢ «πρώτης τάξεως», Ἡρόδ. 7. 99.- Ἐπίρρ. -ξως, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 287Ε. | |lstext='''εὔδοξος''': -ον, ([[δόξα]]) ἔχων καλὴν ὑπόληψιν, [[ἔντιμος]], [[περίφημος]], [[ἔνδοξος]], Θεόγν. 195, Σιμων. 147, Πινδ. ΙΙ. 12. 10, Θουκ. 1. 84, κτλ.· εὔδ. [[παρά]] τισι Πλάτ. Νόμ. 773Α· [[νέες]] εὐδοξόταται, πλοῖα ἔχοντα τὴν ἀρίστην ὑπόληψιν, τὰ πρῶτα ἢ «πρώτης τάξεως», Ἡρόδ. 7. 99.- Ἐπίρρ. -ξως, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 287Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui jouit d’un bonne réputation, renommé, célèbre, glorieux ; [[νέας]] εὐδοξοτάτας HDT navires réputés excellents;<br /><i>Cp.</i> εὐδοξότερος, <i>Sp.</i> εὐδοξότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δόξα]]. | |||
}} | }} |