γοητής: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γοητής''': -οῦ, Δωρ. γοατάς, ᾶ, ὁ, ([[γοάω]]) ὁ κραυγάζων, γοατῶν νόμον (Herm. γοατὰν ὡς ἐπίθ.) Αἰσχύλ. Χο. 822.
|lstext='''γοητής''': -οῦ, Δωρ. γοατάς, ᾶ, ὁ, ([[γοάω]]) ὁ κραυγάζων, γοατῶν νόμον (Herm. γοατὰν ὡς ἐπίθ.) Αἰσχύλ. Χο. 822.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui gémit, qui se lamente.<br />'''Étymologie:''' [[γοάω]].
}}
}}